My Bonjour

Saturday, 08 November 2025

"ΗΡΘΑΝ" ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΟΥΖΙΑΝΗΣ

Ο Γιώργος Μπουζιάνης ήταν σημαντικός Έλληνας εξπρεσιονιστής ζωγράφος.

Γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου το 1885 στην Αθήνα και μεγάλωσε στη γειτονιά της Νεάπολης.

Ο πατέρας του καταγόταν από τα Μπουζιανέικα της Τρίπολης ήταν έμπορος κρασιών και δημητριακών.
Η μητέρα του Χρυσάνθη, το γένος Προκοπίου, ήταν αθηναϊκής καταγωγής.

Ο Μπουζιάνης σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών (μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) από το 1897 μέχρι το 1906, με δασκάλους τον Γ. Ροϊλό, τον Νικηφ. Λύτρα, τον Κ. Βολανάκη και τον Δ. Γερανιώτη.
Το 1907, έφυγε για να συνεχίσει τις σπουδές ζωγραφικής στη Γερμανία, αρχικά κοντά στον ζωγράφο Walter Thor.
Από το 1908 κ.ε. σπούδασε στην Ακαδημία Τεχνών (Akademie der bildenden Künste) του Μονάχου ως μαθητής του Όττο Ζάιτς (Otto Seitz) και του Γκέοργκ Σίλντκνεχτ (Georg Schildknecht).
To 1909 εργάστηκε για έναν χρόνο στο ατελιέ του Γερμανού ιμπρεσιονιστή Μαξ Λίμπερμαν (Max Liebermann).
Την επόμενη χρονιά επέστρεψε στο Μόναχο, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον Ντε Κίρικο.

Κατεξοχήν αντικείμενο της τέχνης του υπήρξε το ανθρώπινο σώμα και πρόσωπο, αντικείμενα μέσω των οποίων θεματοποίησε, μέσω δυνατών χρωμάτων και μέσω παραμορφώσεων, την τραγικότητα της ζωής.
Εξέθεσε πίνακες του στη Λέσχη Τέχνης (Kunstverein) και στη Συντεχνία Καλλιτεχνών (Künstler Genossenschaft).
Από το 1917 έως το 1921 πραγματοποίησε εκθέσεις στην Γκαλερί Άντον Ρίττάλερ (Anton Ritthaler), παρουσιάζοντας εξπερεσσιονιστικά έργα του.
Στα χρόνια 1920-1923, είχε την υποστήριξη της Γκαλερί Μπάρχφελντ (Barchfeld) στη Λειψία, η οποία του παρείχε ένα ατελιέ στο Eichenau.
Το 1927, πραγματοποιήθηκε στην Kunsthütte στην πόλη Κέμνιτς αποκλειστική έκθεση έργων του.
Tην ίδια χρονιά έγινε μέλος της Secession στο Μόναχο, ενώ το 1928 συμμετείχε σε μια έκθεση των μελών της Secession στο Glaspalast του Μονάχου.

Οι εκθέσεις του συζητήθηκαν ενθουσιωδώς από τους κριτικούς και ο Heinrich Barchfeld τον υποστήριξε οικονομικά για να συνεχίσει την καλλιέργεια της τέχνης του στο Παρίσι.
Έζησε εκεί από το 1929 έως 1932 και δημιούργησε μια σειρά από υδατογραφίες. Επιστρέφοντας στη Γερμανία, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον στιγματισμό του εξπρεσιονισμού από τους Ναζί ως «παρηκμασμένης τέχνης» (entartete Kunst). Επέστρεψε, έτσι, στην Αθήνα το 1935.

Πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, ο Έλληνας πρέσβης στο Βερολίνο, Αλέξανδρος Ρίζος-Ραγκαβής, μεσολάβησε για να διοριστεί καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Ο διορισμός αυτός τελικά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.
Ο Μπουζιάνης βρέθηκε αντιμέτωπος με τη φτώχια.
Επιπλέον, ο αθηναϊκός καλλιτεχνικός περίγυρος τον αντιμετώπισε αρχικά με αδιαφορία έως εχθρότητα.

Ο Μπουζιάνης εξακολούθησε να δημιουργεί ψυχολογικά διεισδυτικά πορτρέτα και παρέδιδε ιδιωτικά μαθήματα ζωγραφικής.
Τα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου ήταν πολύ δύσκολα για τον ζωγράφο.
Μόνο το 1949, όταν πραγματοποίησε μεγάλη αναδρομική έκθεση στον «Παρνασσό», άρχισε η πρόσληψη του έργου στην Ελλάδα.
Το φιλότεχνο κοινό ενθουσιάστηκε με το ύφος και την τεχνοτροπία του Μπουζιάνη.
Την ίδια χρονιά (1949), έγινε ιδρυτικό μέλος της ομάδας Σταθμοί.
Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε με την ομάδα αυτή ή μόνος σε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Το 1950 συμμετείχε στη Μπιεννάλε της Βενετίας.
Το 1956 έλαβε το βραβείο του Διεθνούς Διαγωνισμού Γκούγκενχάιμ - το πρώτο που απονεμήθηκε σε έλληνα καλλιτέχνη.
Διετέλεσε μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (ΕΕΤΕ).

Πέθανε στην Αθήνα, στις 23 Οκτωβρίου 1959.

Μετά τον θάνατό του, το σπίτι του ζωγράφου στην Δάφνη Αττικής αγοράστηκε από τον Δήμο Δάφνης και έχει μετατραπεί σε μουσείο.
Έργα του Μπουζιάνη υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη, καθώς και σε πολλές άλλες δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές εντός και εκτός Ελλάδας.
Αναδρομικές εκθέσεις με έργα του πραγματοποιήθηκαν στην Εθνική Πινακοθήκη το 1977 και το 1985 , και στο Μουσείο Μπενάκη το 2005.

"ΗΡΘΑΝ" ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
"ΗΡΘΑΝ" ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Φώτης Κόντογλου.

Γεννήθηκε στο Αϊβαλί (τις αρχαίες Κυδωνίες) στις 8 Νοεμβρίου 1895 και ήταν γιος του Νικολάου Αποστολέλλη και της Δέσποινας Κόντογλου.

Νήπιο ακόμη έχασε τον πατέρα του και ανατράφηκε από τη μητέρα του και τον θείο του ιερομόναχο Στέφανο Κόντογλου.
Γι' αυτό και όταν μεγάλωσε υιοθέτησε το οικογενειακό επίθετο της μητέρας του. Το συγγραφικό και εικαστικό του τάλαντο άνθισε νωρίς.
Όντας μαθητής Γυμνασίου, εξέδιδε το περιοδικό «Μέλισσα» με κείμενα δικά του και των συμμαθητών του, τα οποία εικονογραφούσε ο ίδιος.

Το 1913 άφησε τη γενέθλια πόλη του και μετέβη στην Αθήνα για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών, παρότι προς στιγμήν σκέφθηκε να γίνει ναυτικός.
Το κλίμα στη Σχολή δεν τον σήκωνε, αφού μεταξύ των καθηγητών του κυριαρχούσε το ακαδημαϊκό στυλ του Μονάχου, ενώ ο ίδιος ήταν φορέας άλλης αντίληψης, έχοντας γερά μέσα του ριζωμένο τον μικρασιατικό λαϊκό πολιτισμό.
Το 1914 εγκατέλειψε τη Σχολή και έφυγε για την Ευρώπη.
Μετά από μικρά παραμονή στη Μαδρίτη, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι.

Γρήγορα έγινε γνωστός στους εικαστικούς κύκλους της γαλλικής πρωτεύουσας, όταν τον πρόσεξε ο διάσημος γλύπτης Ογκίστ Ροντέν.
Το 1916 βραβεύτηκε για την εικονογράφηση του βιβλίου του Κνουτ Χάμσουν «Η πείνα».
Στο Παρίσι συνάντησε τον φίλο του και συμφοιτητή του Σπύρο Παπαλουκά, τον μετέπειτα σπουδαίο ζωγράφο.
Την εποχή εκείνη έγραψε και το πρώτο του λογοτεχνικό έργο, την ιστορία του φανταστικού κουρσάρου «Πέδρο Καζάς».

Το 1919 επιστρέφει στο Αϊβαλί.
Διδάσκει γαλλικά και ιστορία της τέχνης στο τοπικό παρθεναγωγείο.
Παράλληλα, ιδρύει τον πνευματικό σύλλογο «Νέοι Άνθρωποι» μαζί με τους Ηλία Βενέζη και Στρατή Δούκα.
Το 1921 στρατεύεται και μετέχει στη Μικρασιατική Εκστρατεία.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την επακολουθήσασα Έξοδο του ελληνικού στοιχείου της Μικράς Ασίας, φθάνει πρόσφυγας στη Λέσβο και στη συνέχεια στην Αθήνα.

Η κυκλοφορία του «Πέδρο Καζάς» στην Αθήνα τον επιβάλλει αμέσως στους λογοτεχνικούς κύκλους.
Το βιβλίο είναι η ιστορία ενός Ισπανού κουρσάρου, γραμμένη με ένα ασυνήθιστο δυναμισμό και σε μια γλώσσα γεμάτη νεύρο και παλμό, που αντλούσε άμεσα από τις λαϊκές ρίζες και τα λαϊκά βιβλία παλαιότερης εποχής.
Το 1925 παντρεύεται τη συμπατριώτισσά του Μαρία Χατζηκαμπούρη και δύο χρόνια αργότερα γεννιέται η κόρη τους Δέσπω.
Τα επόμενα χρόνια θα μοιράσει τον χρόνο του ανάμεσα στον χρωστήρα και τη γραφίδα, ενώ αξιόλογη είναι η θητεία του ως συντηρητή έργων τέχνης.

Το 1932 κτίζει το σπίτι του στην οδό Βιζυηνού 16 (περιοχή Πατησίων), όπου μαζί με τους μαθητές του Τσαρούχη και Εγγονόπουλο ζωγραφίζουν με νωπογραφίες ένα δωμάτιό του.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, θύμα του μαυραγοριτισμού, αναγκάζεται να το πουλήσει για ένα σακί αλεύρι και μετακομίζει με την οικογένειά του σε ένα γκαράζ.
Την εποχή αυτή ο Χριστιανισμός τον απορροφά εντελώς και αποφασίζει να τον διακονήσει ολόψυχα ως λογοτέχνης και ζωγράφος.

Ο Κόντογλου εμπνέεται από την ελληνική παράδοση και προσηλώνεται με φανατισμό σε ό,τι θεωρεί καθαρά ελληνικό, βγαλμένο από την παράδοση του Βυζαντίου και της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Στις φορητές του εικόνες χρησιμοποίησε τη μέθοδο της ωογραφίας.
Πολλές από αυτές έχουν εκδοθεί από τον «Αστέρα».
Αγιογράφησε πολλές εκκλησίες (Καπνικαρέα, Αγία Βαρβάρα Αιγάλεω, Άγιος Ανδρέας Πατησίων, Ζωοδόχος Πηγή και Αγία Παρασκευή Παιανίας, Ευαγγελισμός Ρόδου, Άγιος Χαράλαμπος Πολυγώνου, Άγιος Γεώργιος Κυψέλης κ.ά).

Φιλοτέχνησε τοπία, σχέδια βιβλίων, περιοδικών, ποιητικών συλλογών, πορτραίτα, ενώ το σημαντικότερο έργο στην κοσμική ζωγραφική είναι οι βυζαντινοπρεπείς νωπογραφίες του στο Δημαρχείο Αθηνών, με θέματα και πρόσωπα από την Ελληνική Ιστορία.
Δούλεψε στο Βυζαντινό Μουσείο, το Κοπτικό Μουσείο του Καΐρου και δημιούργησε το Βυζαντινό τμήμα του Μουσείου της Κέρκυρας.
Σημαντική ήταν η συμβολή του στην αποκατάσταση των τοιχογραφιών στον Μυστρά.

Ο Φώτιος Κόντογλου πέθανε στις 13 Ιουλίου 1965 στον «Ευαγγελισμό» από τις επιπλοκές που του είχε προκαλέσει ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

Θεωρείται από τους σημαντικότερους εικαστικούς καλλιτέχνες, που άνοιξε νέους δρόμους στην ελληνική ζωγραφική.
Το πλούσιο λογοτεχνικό του έργο παρέμεινε εν πολλοίς στρατευμένο στην υπόθεση του Χριστιανισμού, όμως τα πρώιμα έργα του και ιδιαίτερα το μυθιστόρημα «Πέδρο Καζάς» ανήκουν στις σημαντικές στιγμές της λογοτεχνίας μας.
 

"ΗΡΘΑΝ" ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

ΑΓΓΕΛΑ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ

Η Αγγέλα Παπάζογλου ήταν Ελληνίδα τραγουδίστρια του ρεμπέτικου τραγουδιού.

Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 8 Νοεμβρίου το 1899.

Ανήκε σε οικογένεια λαΐκών μουσικών.
Ο πατέρας της Δημήτριος Μαρωνίτης έπαιζε βιολί και σαντούρι. Πρωτοτραγούδισε σε ηλικία 16-17 ετών στην μπίρα Μέλης, που ήταν και κινηματογράφος και θέατρο μαζί.
Τραγούδησε επίσης στα κέντρα του Αράπογλου, του Τζίζικα, του Αυταρά και στη Σκάλα του Κορδελιού.
Την φώναζαν Αγγελίτσα για να την ξεχωρίζουν από μιαν άλλη ονομαστή τραγουδίστρια την Αγγελάρα.

Το 1928, λίγο μετά το γάμο της με τον Βαγγέλη Παπάζογλου, τυφλώθηκε από πάθηση που είχε στα μάτια της από μικρή.
«Η αυστηρότητα των ηθών και η επιμονή του άντρα της την απομάκρυναν οριστικά από το τραγούδι».

Πέθανε στις 17 Αυγούστου του 1983 στην Κοκκινιά.

Ηχογραφημένα τραγούδια της είναι μόνο έξι αμανάδες και η Δερβίσαινα του Παπάζογλου.
 

ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΠΑΤΤΑΚΟΣ

Ο Στυλιανός Γ. Παττακός γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1912 στην Αγία Παρασκευή της επαρχίας Αμαρίου του νομού Ρεθύμνου στην Κρήτη και ήταν τέκνο αγροτικής οικογένειας.

Ο ίδιος υποστήριζε πως η οικογένειά του καταγόταν από κλάδο του βυζαντινού οίκου των Σκορδιλών.

Φοίτησε αρχικά στη Σχολή Υπαξιωματικών και εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων το 1934, από όπου αποφοίτησε το 1937 με τον βαθμό του ανθυπιλάρχου (ανθυπολοχαγού ιππικού).

Συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο ως Διοικητής ίλης της 11ης Ομάδος Αναγνωρίσεως της 11ης Μεραρχίας Πεζικού, ενώ κατά τη διάρκεια της Κατοχής ήταν μέλος της αντιστασιακής οργάνωσης «Όμηρος» και της Ιερής Ταξιαρχίας. Έλαβε μέρος στα Δεκεμβριανά, συμμετείχε στον Εμφύλιο Πόλεμο ως Διοικητής της ίλης αρμάτων μάχης Κένταυρος, σε αρκετά σημεία της Βόρειας Ελλάδας και παρασημοφορήθηκε μεταξύ άλλων με τρία αριστεία ανδρείας, επτά πολεμικούς σταυρούς και δύο μετάλλια εξαίρετων πράξεων.
Στη συνέχεια σπούδασε στη Σχολή Πολέμου και κατάφερε να φτάσει μέχρι τον βαθμό του ταξιάρχου.
Το 1964 ανέλαβε τη διοίκηση Τεθωρακισμένων του Β΄ Σώματος Στρατού στη Βέροια και μερικούς μήνες πριν το Πραξικόπημα τη διοίκηση του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων με έδρα το Γουδή.

Ο Παττακός φέρεται να προσχώρησε οριστικά στην ομάδα των πραξικοπηματιών κατά τα τέλη του 1966.
Κατόπιν υπήρξε με τους Γεώργιο Παπαδόπουλο και Νικόλαο Μακαρέζο, μέλος της τριμελούς ηγετικής ομάδας που πρωτοστάτησε στην εκδήλωση του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου.

Όπως και η υπόλοιπη ηγετική ομάδα, ο Παττακός είχε σχέση με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, ενώ ο ίδιος είχε εκπαιδευτεί στις ΗΠΑ.
Στο επιχειρησιακό κομμάτι του πραξικοπήματος, ο ρόλος του Παττακού ήταν υψίστης σημασίας, καθώς ως Διοικητής του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων, ήλεγχε τις μονάδες των τεθωρακισμένων που ήταν απαραίτητες για την κατάληψη της Αττικής.
Είχε μετατεθεί στη συγκεκριμένη θέση τον Οκτώβριο του 1966.
Επίσης, τις παραμονές του πραξικοπήματος, φρόντισε με την αδιάλλακτη στάση του να κάμψει τους τελευταίους ενδοιασμούς των υπόλοιπων συνωμοτών.

Τον Απρίλιο του 1967, μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος ανέλαβε το Υπουργείο Εσωτερικών.
Με δικές του ενέργειες, γκρεμίστηκε το 1970 ο ναός του Σωτήρος (San Salvatore) ή Βαλιδέ Τζαμί, σημαντικό μεσαιωνικό μνημείο του Ηρακλείου, το οποίο χτίστηκε τον 13ο αιώνα ως ρωμαιοκαθολικός ναός γοτθικού τύπου και μετατράπηκε επί Τουρκοκρατίας σε τζαμί και αργότερα σε σχολείο.

Το 1971 τοποθετήθηκε στη θέση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, εξέλιξη που οδήγησε στην αποδυνάμωσή του.
Διατηρήθηκε στο συγκεκριμένο αξίωμα μέχρι το 1973.

Μετά την πτώση της χούντας Ιωαννίδη και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, συνελήφθη στις 23 Οκτωβρίου 1974 και μεταφέρθηκε στην Κέα, ενώ στις 20 Ιανουαρίου 1975 προφυλακίστηκε.
Στη Δίκη που ακολούθησε, το Πενταμελές Εφετείο υπό την προεδρία του Γιάννη Ντεγιάννη τον έκρινε ένοχο στάσης και εσχάτης προδοσίας και τον καταδίκασε σε θάνατο, αλλά η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη από την πολιτική εξουσία. Κατόπιν, καθαιρέθηκε με Προεδρικό Διάταγμα από τον στρατιωτικό του βαθμό. Το 1983 ζήτησε την επανάληψη της δίκης του, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε από τον Άρειο Πάγο.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1990 αποφυλακίστηκε «λόγω ανηκέστου βλάβης της υγείας του» με την υποχρέωση να παρουσιάζεται ανά 15 ημέρες στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής του και ανά 5 μήνες στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.

Ήταν νυμφευμένος από το 1940 με τη Δήμητρα Νικολαΐδου, κόρη του Νικολάου Νικολαΐδη, σύμβουλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία απεβίωσε τον Φεβρουάριο του 2013 από ανακοπή καρδιάς, σε ηλικία 90 ετών.
Από το γάμο τους απέκτησαν δύο κόρες, τη Ρόζα Μεϊντάση (1946), σύζυγο του μηχανικού Ανδρέα Μεϊντάση και τη Ρένα Παύλου (1949), καθώς και 5 εγγόνια. Έχοντας τα τελευταία χρόνια εξαιρετικά κλονισμένη υγεία και όντας κατάκοιτος, τυφλός και ανήμπορος να ανταπεξέλθει στα προς το ζην, ενώ είχε χρειαστεί πριν από λίγα χρόνια να βάλει και βηματοδότη, πέθανε το πρωί του Σαββάτου 8 Οκτωβρίου 2016 στο σπίτι του, έπειτα από εγκεφαλικό επεισόδιο που υπέστη, σε ηλικία 103 ετών.

"ΗΡΘΑΝ" ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
"ΗΡΘΑΝ" ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

ΓΑΛΑΤΕΙΑ ΣΑΡΑΝΤΗ

Η Γαλάτεια Σαράντη  ήταν Ελληνίδα συγγραφέας και ακαδημαϊκός.

Γεννήθηκε στην Πάτρα στις 8 Νοεμβρίου του 1920.

Αποφοίτησε από το Αρσάκειο Λύκειο Πατρών και κατόπιν η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία όμως δεν αποφοίτησε, καθώς αφοσιώθηκε από νωρίς ολοκληρωτικά στην συγγραφή.

Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1945 με το διήγημα «Το κάστρο», το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέα Εστία, ενώ το 1947 ακολούθησε η νουβέλα Το βιλίο της Χαράς.
Ακολούθησαν άλλες νουβέλες, μυθιστορήματα, διηγήματα και βιβλία για παιδιά. Έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, ενώ στην παραγωγή της περιλαμβάνονται και ορισμένα θεατρικά έργα.
Το έργο της Γαλάτειας Σαράντη είναι κυρίως πεζογραφικό, ασχολήθηκε όμως και με τη λογοτεχνική μετάφραση έργων του Ούγγρου συγγραφέα Λάζλο Ζαμπό, του Βούλγαρου συγγραφέα Εμίλιον Στάϊνεφ κ.ά.
Για το λογοτεχνικό της έργο και για την προσφορά της στα ελληνικά γράμματα τιμήθηκε με πλήθος λογοτεχνικών διακρήσεων.
Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ομάδας των 12, το Ά Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος το 1959 και το 1972, το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, το Βραβείο Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 1979 και το Βραβείο Παιδικού Μυθιστορήματος του Ι.Δ. Κολλάρου.

Συνεργάστηκε με το κρατικό ραδιόφωνο σε λογοτεχνικές εκπομπές, καθώς και με τα περιοδικά Νέα Εστία, Ελληνική Δημιουργία, Ο Αιώνας μας, Εποχές, Ευθύνη, Διαβάζω, Νέα Πορεία κ.ά.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και γενική γραμματέας της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Ελληνίδων, ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Πολιτιστικής Ένωσης Ελληνίδων, γενική γραμματέας της Στέγης Γραμμάτων και Καλών Τεχνών, μέλος της Εθνικής Επιτροπής για την UNESCO, μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά και του ΔΣ της EPT, καθώς και εταίρος της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρίας και άλλων επιστημονικών και λογοτεχνικών σωματείων.
Επί σειρά ετών διετέλεσε μέλος της Επιτροπής του Υπουργείου Πολιτισμού για τα Κρατικά Βραβεία και εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 6η Biennale ποιητών στο Βέλγιο (1963).

 

Το 1997 έγινε η πρώτη γυναίκα που εξελέγη τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στον τομέα της πεζογραφίας στην Β τάξη των Γραμμάτων και των Τεχνών.
Τιμήθηκε με το Βραβείο του Ανώτατου Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος το 2005. Υπήρξε μέλος της ΧΕΝ Αθηνών.
Έργα της Γαλάτειας Σαράντη μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά, σουηδικά, ουγγρικά, ρουμανικά, πολωνικά, ισπανικά.

Απεβίωσε στις 28 Δεκεμβρίου 2009 σε ηλικία 89 ετών.
 

"ΗΡΘΑΝ" ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

ΣΤΡΑΤΟΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ

Ο Στράτος Διονυσίου ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λαϊκούς τραγουδιστές με πολλές επιτυχίες.

Γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1935 στη Νιγρίτα, γιος του Άγγελου και της Στάσας Διονυσίου, προσφύγων από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας.

Το 1947, μετακόμισε στην Επτάλοφο των Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης.
Έναν χρόνο αργότερα, ο πατέρας του απεβίωσε.

Αρχικά τραγουδούσε αμισθί σε νυχτερινά κέντρα και αφού εργάστηκε ως μικροπωλητής και ράφτης, έκανε ντεμπούτο ως επαγγελματίας τραγουδιστής στο κέντρο «Φαρίντα» της Θεσσαλονίκης.
Από τις πρώτες του εμφανίσεις το 1959, ο Διονυσίου τράβηξε το ενδιαφέρον κάποιων καλλιτεχνών, οι οποίοι τον προέτρεπαν να κατέβει στην Αθήνα για να κάνει σημαντικότερες συνεργασίες.

Παρόλο που ο Διονυσίου είχε μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, το 1959 μετακόμισε στην Αθήνα, μερικούς μήνες μετά την πρώτη του εμφάνιση στη Θεσσαλονίκη.
Μέσα από εμφανίσεις στην οδό Σατωβριάνδου γνωρίστηκε με πολλούς τραγουδιστές, μεταξύ των οποίων η Καίτη Γκρέυ.
Η Γκρέυ του πρότεινε να συνεργαστούν και ξεκίνησαν να εμφανίζονται στον Αστέρα της Κοκκινιάς.
Την ίδια χρονιά, ο Διονυσίου έβγαλε σε γραμμόφωνο δίσκο 45 στροφών με το τραγούδι «Δεν είμαι ένοχος», σε στίχους Χρήστου Κολοκοτρώνη και μουσική Σταύρου Χατζηδάκη.

Είχε ηχογραφήσει σε δίσκο το τραγούδι του Νίκου Μαύρου «Παράγκες και παλάτια» για την εταιρεία Odeon.
Τρία χρόνια αργότερα υπέγραψε συμβόλαιο με την Columbia.

 

 

Το 1967 άρχισε να συνεργάζεται με τον συνθέτη Άκη Πάνου.
Ο Πάνου του έδωσε τραγούδια που έγιναν επιτυχίες, όπως «Και τι δεν κάνω», «Γιατί καλέ γειτόνισσα», «Του κόσμου το περίγελο», «Άστη να φύγει», «Εγώ καλά σου τα 'λεγα», «Στο σταθμό του Μονάχου», «Θα ρίξω ροδοζάχαρη», «Ήταν ψεύτικα», «Μια γυναίκα», «Φέρτε το παιδί του χάρου» και "Να είχα το κουράγιο".

Στο μαγαζί ΣΟΥ-ΜΟΥ όπου εμφανιζόταν, ήταν δεύτερο όνομα, παρτενέρ της Ανθούλας Αλιφραγκή.
Στο ίδιο μαγαζί τον άκουσε το 1969 ο Μίμης Πλέσσας και έπειτα από δύο μήνες έγραψε το θρυλικό ζεϊμπέκικο «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου.
Το τραγούδι γράφτηκε για την ταινία Ορατότης μηδέν (1970).

Έπειτα, ο Διονυσίου κυκλοφόρησε τα επιτυχημένα τραγούδια «Ο παλιατζής», «Μπαγλαμάδες και μπουζούκια», «Ένας αητός γκρεμίστηκε», «Αγάπη μου επικίνδυνη» και «Αφιλότιμη».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, συνεργάστηκε με τις νεαρές τραγουδίστριες που βρίσκονταν μόλις στο ξεκίνημα τους: Χαρούλα Αλεξίου, Λιζέτα Νικολάου και Σόφη Παππά, σε δεύτερες φωνές.

Το 1973 τραγούδησε το τραγούδι «Άιντε πού το πας και πού το φέρνεις», σε μουσική Μίμη Πλέσσα, στην ταινία της Φίνος Φιλμ Ο φαντασμένος.

Το 1973 συνελήφθη για παράνομη οπλοκατοχή και χασίς που βρέθηκε στο αυτοκίνητό του.
Ο ίδιος υποστήριξε ότι επρόκειτο για συνωμοσία ανταγωνιστών.
Κρίθηκε αθώος για οπλοκατοχή το 1974, αλλά το 1975, στις 9 Απριλίου ξεκίνησε στο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης η εκδίκαση της περιβόητης υπόθεσης εμπορίας ναρκωτικών.
Η απόφαση που βγήκε στις 30 Μαΐου τον καταδίκασε σε τριετή φυλάκιση, ένα έτος στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και τριετή εκτόπιση στα Ιωάννινα (η τελευταία ήταν παρεπόμενη της τυπικής ποινής για αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά).
Αποφυλακίστηκε χάρη σε αμνηστία από τη φυλακή την άνοιξη του 1976.
Εκείνη τη στιγμή τον στήριξε ιδιαίτερα ο συνάδελφος και φίλος του Τόλης Βοσκόπουλος, ο οποίος το 1977 έγραψε και του έδωσε το τραγούδι «Αποκοιμήθηκα».
Ενώ βρισκόταν στη φυλακή ηχογράφησε και κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Πάλι μαζί μας».

 

Συνεργάστηκε για 11 χρόνια με τον Γιάννη Πάριο, του οποίου τις φωνητικές ικανότητες αντιλήφθηκε.
Το πρώτο τραγούδι του Πάριου που τραγούδησε ο Διονυσίου, ήταν το «Μινόρε Παράπονο», σε μουσική Θανάση Πολυκανδριώτη, που κυκλοφόρησε το 1976.

Από το 1980 μέχρι την άνοιξη του 1989 ακολούθησε συνεργασία με τη Μαρίνα Βλαχάκη, ενώ το τελευταίο διάστημα στο πλευρό του ήταν η Κική Λουκά.
Ο Διονυσίου είχε προγραμματίσει ξανά εμφανίσεις με τη Βλαχάκη σε Θεσσαλονίκη και Τουρκία.

Τα Χριστούγεννα του 1987 άνοιξε το νυχτερινό κέντρο με όνομα «Στράτος» στην οδό Φιλελλήνων.

Ο Στράτος Διονυσίου υπήρξε από τις στιβαρότερες και δυνατότερες φωνές μιας και επηρεασμένος μουσικά από τον ιεροψάλτη πατέρα του απέκτησε μια βυζαντινή δωρικότητα.
Ο Τάκης Μουσαφίρης τον θεωρούσε θεϊκό τραγουδιστή μιας και ηχογραφούσε δίσκο σε λίγες ώρες καθιστώντας τον μοναδικό και αφήνοντας τους πάντες άναυδους.
Ο Τάκης Σούκας έχει δηλώσει για τον Διονυσίου ότι «είναι ο μόνος τραγουδιστής που δεν έχασε ποτέ, ούτε για μια φορά στα τόσα χρόνια τον τόνο του!».
Ο Γιάννης Πάριος έχει δηλώσει ότι με την φωνή του κούρδιζε συμφωνική ορχήστρα.
Τη στιβαρότητα της φωνής του έχει μνημονεύσει και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.

Ο Διονυσίου απεβίωσε στις 11 Μαΐου του 1990, σε ηλικία 54 ετών, από ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής.
Η κηδεία του έγινε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Λίγες ώρες πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, τραγουδούσε στο μαγαζί «Στράτος», ενώ νωρίτερα το ίδιο απόγευμα, ηχογράφησε 9 τραγούδια για τον δίσκο «Ποιος άλλος» που κυκλοφόρησε ένα μήνα μετά τον θάνατό του, κάνοντας ρεκόρ πωλήσεων. Σύμφωνα με τον στιχουργό Τάκη Μουσαφίρη, το τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησε εκείνη την ημέρα ήταν το «Μη μ’ αφήνεις μόνο μου».

Σήμερα το όνομά του φέρουν οδοί στα Τρίκαλα,στη Λάρισα και τους Αμπελοκήπους Θεσσαλονίκης.
 

Σχόλια

Δεν υπάρχουν ακόμα σχόλια

Προσθήκη Σχολίου

Εισάγετε το όνομά σας
Εισάγετε το email σας (δεν προβάλλετα δημόσια, μόνο για εσωτερική επικοινωνία)
Εισάγετε το σχόλιό σας

Επισκέψεις

Σήμερα: 33
Χθες: 250
Αυτήν την εβδομάδα: 1012
Αυτόν τον μήνα: 1292
Συνολικά: 108029