"ΗΡΘΑΝ" ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 2 ΙΟΥΝΙΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΙΤΣΙΚΗΣ
Ο Δημήτρης Κιτσίκης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουνίου 1935 και ήταν Έλληνας ιστορικός, τουρκολόγος και διεθνολόγος.
Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, στα δώδεκα του χρόνια, εστάλη εσωτερικός σε σχολείο της Γαλλίας, από τον διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Οκτάβιο Μερλιέ, γιατί η μητέρα του, ως κομμουνίστρια, είχε καταδικαστεί σε θάνατο από στρατιωτικό δικαστήριο.
Παρέμεινε στο Παρίσι για 23 χρόνια μαζί με τη Βρεταννίδα γυναίκα του, την Άννα Χάμπαρντ και με τα δύο πρώτα του παιδιά, την Τατιάνα και τον Νίκο.
Κατά τον ίδιο, απολύθηκε από το γαλλικό πανεπιστήμιο λόγω της καθοριστικής συμμετοχής του ως μαοϊκού στην εξέγερση των Γάλλων φοιτητών του Μάη 1968.
Από το 1958, ο Δημήτρης Κιτσίκης ταξίδευε στη Λαϊκή Κίνα όπου έγινε Μαοϊκός. Κατόπιν προσκλήσεως του Πανεπιστημίου της Οττάβας, προβιβάστηκε σε associate professor και αργότερα σε τακτικό καθηγητή και το 1996 σε professor emeritus.
Από το 1965 ζει και εργάζεται συνάμα στο Παρίσι, την Οττάβα και την Αθήνα.
Από την παιδική του ηλικία, ο Δημήτρης Κιτσίκης είχε μια ιδέα συμφιλίωσης όχι μόνον των Ελλήνων με τους Τούρκους, αλλά και να τους ενώσει σε μία ελληνοτουρκική συνομοσπονδία και να επανιδρύσει με τον τρόπο αυτό, υπό σύγχρονη μορφή, την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ως ορθόδοξος Χριστιανός, μελέτησε την τουρκική θρησκεία του Μπεκτασισμού-Αλεβισμού και επιδίωξε να στήσει γέφυρα με την Ορθοδοξία, για να σχηματιστεί μία βάση μελλοντικής ενώσεως Αγκύρας και Αθηνών.
Ο Κιτσίκης πίστευε στη δυνατότητα συνεργασίας διαφόρων θρησκειών, όπως τα μιλλέτια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και γι’ αυτό συνεργάστηκε στενά με τους Σιΐτες του Ιράν, τους Εβραίους του Ισραήλ και τους βαϊσνάβους Ινδουϊστές της Ινδίας, ενώ πάντοτε συμπαθούσε το κίνημα των Παλαιοημερολογιτών.
Από το 1970, δίδαξε στα πανεπιστήμια της Δύσης την ιστορία της Κίνας και της Τουρκίας, πολιτικές ιδεολογίες και γεωπολιτική.
Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν δημοσιευτεί για το πρόσωπό του και το έργο του άρθρα στα κινεζικά, στα τουρκικά, στις βαλκανικές γλώσσες, τα γερμανικά, τα γαλλικά, τα αγγλικά, τα ισπανικά, τα πορτογαλικά και τα ρωσικά.
Δίδαξε επίσης στα πανεπιστήμια του Μπογάζιτσι στην Κωνσταντινούπολη, του Μπιλκέντ στην Άγκυρα και Γκεντίζ στην Σμύρνη, όπου έγινε ένας από τους στενότερους φίλους και "πνευματικός πατέρας" του προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας, τον Τουργκούτ Οζάλ.
Στην Ελλάδα, υπήρξε εντεταλμένος ερευνών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών και δίδαξε στο Κολλέγιο Deree, στην Αθήνα.
Ως δημόσιο πρόσωπο στην Ελλάδα, υπήρξε στενός φίλος και σύμβουλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή του πρεσβυτέρου, στις δεκαετίες του 1960 και του 1970.
Συνέβαλλε τακτικά με άρθρα σε ελληνικά περιοδικά, και από το 1996 εξέδιδε στην Αθήνα το τριμηνιαίο περιοδικό γεωπολιτικής, Ενδιάμεση Περιοχή, από το όνομα του πολιτισμικού μοντέλου που ο ίδιος επινόησε.
Από τη δεκαετία του 1960, ήταν αναγνωρισμένος θεωρητικός, πρώτα στην Ελλάδα και μετά στην Τουρκία, της ιδέας της ελληνοτουρκικής συνομοσπονδίας, την οποία προώθησε επηρεάζοντας ηγέτες, πολιτικούς, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες και διανοουμένους και στις δύο χώρες.
Τα βιβλία του στα τουρκικά είχαν μεγάλη επιτυχία στην γείτονα χώρα και εξυμνήθηκαν από τον ίδιο τον πρωθυπουργό της Τουρκίας, Μεσούτ Γιλμάζ. Κράτησε στενές επαφές με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή τον πρεσβύτερο και τον Τουργκούτ Οζάλ.
Τα βιβλία του προκάλεσαν μία από τις μεγαλύτερες θύελλες της ελληνικής ιστοριογραφίας.
Συζητήθηκαν με επερώτηση ακόμα και στην ελληνική Βουλή.
Στα βιβλία του αμφισβητούνται οι καθιερωμένες ιδέες περί ελληνικής δουλείας επί Τουρκοκρατίας, καθώς και η ιστορικότητα του «κρυφού σχολειού», αλλά παρά του ότι ο πατέρας του, Νίκος Κιτσίκης, υπήρξε κοινοβουλευτικός άνδρας της Αριστεράς, ο Δημήτρης Κιτσίκης είχε μία απέχθεια προς τον κοινοβουλευτισμό, τον οποίον θεωρούσε τελείως ξένο προς το ελληνικό λαοκρατικό πρότυπο.
Οι απόψεις του έχουν χαρακτηριστεί ως μετα-φασιστικές.
Στη Γαλλία, κατά τη μαρτυρία των Ρενουβέν και Ντιροζέλ, υπήρξε ο θεμελιωτής, στην Ιστορία των Διεθνών Σχέσεων, του κλάδου της προπαγάνδας και των πιέσεων, ως κρατικού όπλου εξωτερικής πολιτικής.
Επίσης, μελέτησε τον ρόλο της τεχνοκρατίας στη διεθνή πολιτική.
Θεωρεί πως ανέκαθεν η θρησκεία απετέλεσε ουσιώδες στοιχείο της διεθνούς πολιτικής και γι' αυτό επεδίωξε με συνέδρια και αλλά μέσα να προωθήσει τη συνεργασία μεταξύ των τεσσάρων μεγάλων θρησκειών του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού, του Ισλάμ και του Ινδουϊσμού.
Οργάνωσε διάλογο της Ορθοδοξίας με τους Σιίτες του Ιράν, τους Ινδουϊστές της Ινδίας και έχει συνεργαστεί με τους Εβραίους του Ισραήλ και τους φονταμενταλιστές Καθολικούς του Κεμπέκ, όπου με πρώην φοιτητές του εξέδωσε στα γαλλικά ένα τριμηνιαίο περιοδικό με τίτλο Ακιλά (Aquila, δηλαδή αετός) με τον δικέφαλο στο εξώφυλλο, με στόχο την προώθηση στους καθολικούς κύκλους του Κεμπέκ της βυζαντινής αυτοκρατορικής ιδέας.
Παντού και πάντοτε η άποψη περί «πλανητικού ελληνισμού» είναι παρούσα στο έργο του και στη διδασκαλία του.
Είναι ένθερμος υποστηρικτής του Τούρκου σούφη ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν και μέλος της αδελφότητάς του, της Χιζμέτ.
Δημιούργησε ένα μοντέλο για τη συστηματική μελέτη των τριών πολιτικών ιδεολογιών του φιλελευθερισμού, του φασισμού και του κομμουνισμού, συνέγραψε πολλές μελέτες για την ιστορία της Κίνας, και ίδρυσε τον κλάδο της φωτοϊστορίας
Θεωρούσε την ελληνική γλώσσα ως τον ακρογωνιαίο λίθο του πλανητικού πολιτισμού και γι’ αυτό υποστηρίζει ότι είναι μεγάλη τιμή να μπορεί κανείς να γράφει στα ελληνικά.
Ισχυριζόταν πως η ελληνική γλώσσα πρέπει να αφαιρεθεί από τα χέρια της στρατιάς των Ελλήνων φιλολόγων που την καταστρέφουν.
Υπερασπιζόταν την πολυτονική γραφή και την παραδοσιακή ορθογραφία ως και την ελευθερία να χρησιμοποιεί κανείς οιοδήποτε γλωσσικό ύφος επιθυμεί.
Λάθος νοείται γι’ αυτόν, μόνον ό,τι δεν χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική γλώσσα από την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα.
Το 2007 κυκλοφόρησε το βιβλίο του περί Κίνας.
Είναι το μόνο βιβλίο σε οιαδήποτε γλώσσα που ασχολείται, όχι απλώς με την αρχαιότητα, αλλά με όλη την πορεία των δύο αυτών πολιτισμών μέχρι σήμερα.
Το προεδρικό διάταγμα υπ΄αριθμ. 129, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ), αρ. φύλλου 190, της 15ης Σεπτεμβρίου 2008, κατοχυρώνει επισήμως το Ίδρυμα Δημήτρη Κιτσίκη.
Πέθανε στις 28 Αυγούστου 2021.


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β΄
Ο Κωνσταντίνος Β' γεννήθηκε στο Παλαιό Ψυχικό στις 2 Ιουνίου 1940 και ήταν το δεύτερο παιδί και ο μοναδικός γιος του βασιλιά Παύλου Α' και της βασίλισσας Φρειδερίκης.
Βαπτίστηκε στα Ανάκτορα των Αθηνών (νυν Προεδρικό Μέγαρο) στις 20 Ιουλίου 1940, με αναδόχους αντιπροσωπεία των ενόπλων δυνάμεων.
Με την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, ο Κωνσταντίνος ακολούθησε τη διαδρομή της βασιλικής οικογένειας από την αποχώρησή της από την ηπειρωτική Ελλάδα (22 Απριλίου 1941) έως την επάνοδό της (28 Σεπτεμβρίου 1946), μετά το δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1946.
Μετά τον θάνατο του βασιλιά Γεωργίου Β’ την 1η Απριλίου 1947 και την ανάρρηση στο θρόνο του αδελφού του Παύλου, ο Κωνσταντίνος κατέστη διάδοχος του θρόνου, ως το μοναδικό άρρεν τέκνο του βασιλιά, σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις.
Φοίτησε στο Εθνικό Εκπαιδευτήριο των Αναβρύτων στο Μαρούσι (νυν Πρότυπο Γυμνάσιο και Λύκειο Αναβρύτων) και παρακολούθησε μαθήματα στις στρατιωτικές σχολές Ευελπίδων, Δοκίμων και Ικάρων και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και ιδιαίτερη σειρά άλλων μαθημάτων και ξένων γλωσσών.
Μετά την ενηλικίωσή του τού αποδόθηκαν οι βαθμοί του ανθυπολοχαγού Πεζικού, του σημαιοφόρου του Πολεμικού Ναυτικού και του ανθυποσμηναγού (28 Ιουνίου 1958).
Από πολύ νωρίς ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στην ιστιοπλοΐα με σκάφη τύπου «Ντράγκον», στις 8 Σεπτεμβρίου 1960, με πλήρωμα του Οδυσσέα Εσκιτζόγλου και Γεώργιο Ζαίμη.
Στις 6 Μαρτίου 1964 διαδέχτηκε στο θρόνο του Βασιλείου της Ελλάδος τον αποθανόντα πατέρα του Παύλο.
Η ορκωμοσία του έγινε ενώπιον της Βουλής και την ίδια ημέρα ορκίστηκε και αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων με τους ανώτατους βαθμούς της στρατιωτικής ιεραρχίας (στρατάρχης, αρχιναύαρχος και αρχιπτέραρχος).
Στις 23 Ιανουαρίου 1963, διάδοχος ακόμη, είχε αρραβωνιαστεί στην Κοπεγχάγη τη 17χρονη πριγκίπισσα της Δανίας Άννα-Μαρία, τριτότοκη κόρη τού βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου Θ', την οποία νυμφεύθηκε, ως βασιλιάς, στην Αθήνα στις 18 Σεπτεμβρίου 1964.
Από τον γάμο τους γεννήθηκαν πέντε παιδιά, η Αλεξία (Κέρκυρα, 10 Ιουλίου 1965), ο Παύλος (Αθήνα, 20 Μαΐου 1967), ο Νικόλαος (Ρώμη, 1 Οκτωβρίου 1969), η Θεοδώρα (Λονδίνο, 9 Ιουνίου 1983) και ο Φίλιππος (Λονδίνο, 26 Απριλίου 1986).
Το καλοκαίρι του 1965 εκδηλώθηκε η πρώτη σοβαρή κρίση της βασιλείας του, με την απαίτησή του να έχει τον τελευταίο λόγο στον διορισμό υπουργού Εθνικής Άμυνας και της ηγεσίας του στρατεύματος.
Η διαφωνία του με τον πρωθυπουργό οδήγησε στην παραίτηση της λαοπρόβλητης κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου στις 15 Ιουλίου.
Τα λεγόμενα «Ιουλιανά» ακολούθησε μια περίοδος έντονης πολιτικής ανωμαλίας («Αποστασία»), που οδήγησε τελικά στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.
Το πραξικόπημα των συνταγματαρχών είχε ως συνέπεια την ανατροπή της κυβέρνησης του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και την επ’ αόριστον αναβολή των εκλογών, χωρίς όμως να μεταβληθεί η μορφή του πολιτεύματος ή του προσώπου του Ανώτατου Άρχοντα.
Ο Κωνσταντίνος όρκισε την κυβέρνηση που προήλθε από το στρατιωτικό καθεστώς, έχοντας ως πρωθυπουργό τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κόλλια, ένα πρόσωπο της δικής του επιλογής.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1967 ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, σε μία προσπάθειά του να επαναφέρει τη δημοκρατία στη χώρα.
Το Βασιλικό Κίνημα απέτυχε παταγωδώς, γιατί δεν έτυχε της υποστήριξης του στρατού όπως επιδίωκε κι έτσι αναγκάστηκε να διαφύγει με την οικογένειά του στο εξωτερικό.
Το συνταγματικό κενό που δημιουργήθηκε συμπληρώθηκε από την απόφαση του δικτάτορα Παπαδόπουλου να αναθέσει καθήκοντα αντιβασιλέα στον αντιστράτηγο Γεώργιο Ζωιτάκη και αργότερα στον ίδιο.
Τα στρατιωτικά μέλη της κυβέρνησης παραιτήθηκαν από τις τάξεις του στρατού και η νέα κυβέρνηση θεώρησε τον βασιλιά «αδικαιολογήτως απέχοντα των καθηκόντων του» και σε «εθελούσια προσωρινή αποδημία».
Στα τέλη Μαΐου του 1973 εκδηλώθηκε το Κίνημα του Ναυτικού που είχε ως στόχο την ανατροπή της δικτατορίας, κατεστάλη, όμως, εν τη γενέσει του και οι δικτάτορες θεώρησαν ότι ο βασιλιάς Κωνσταντίνος (όπως και ορισμένοι πολιτικοί) δεν ήταν ξένοι προς τα διαδραματισθέντα.
Έτσι, το υπουργικό συμβούλιο (με ταυτόχρονη έκδοση συντακτικής πράξης) αποφάσισε την 1η Ιουνίου 1973 την κατάργηση του πολιτεύματος της Βασιλευομένης Δημοκρατίας, την κήρυξη εκπτώτου του βασιλιά και των διαδόχων του και την εγκαθίδρυση ως νέου πολιτεύματος εκείνου της Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, την προσωρινή ανάθεση της προεδρίας της Δημοκρατίας στον ως τότε αντιβασιλέα και πρωθυπουργό Γεώργιο Παπαδόπουλο.
Το δημοψήφισμα που προκήρυξε η χούντα στις 29 Ιουλίου 1973 απέβη κατά της Βασιλευομένης Δημοκρατίας.
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανακηρύχθηκε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος.
Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στις 24 Ιουλίου 1974, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή προκήρυξε δημοψήφισμα που διεξήχθη στις 8 Δεκεμβρίου 1974 και απέβη και πάλι κατά της Βασιλευομένης Δημοκρατίας.
Από το 1967 ο Κωνσταντίνος έζησε αυτοεξόριστος πρώτα στην Ιταλία και συνέχεια στη Μεγάλη Βρετανία και μόλις τα τελευταία χρόνια αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα.
Έχει αναγνωρίσει το αποτέλεσμα της λαϊκής ετυμηγορίας για την κατάργηση της μοναρχίας, χωρίς να έχει παραιτηθεί από τα δικαιώματά του στο θρόνο.
Από το 1994 του έχει αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα, όπως και της οικογένειάς του.
Τον Μάρτιο του 2003 έλαβε από το ελληνικό κράτος το ποσό των 13,7 εκατομμυρίων ευρώ ως αποζημίωση για την απαλλοτρίωση της βασιλικής περιουσίας.
Ο Κωνσταντίνος άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο «Υγεία» της Αθήνας στις 10 Ιανουαρίου 2023, σε ηλικία 82 ετών.
Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας.