"ΕΦΥΓΑΝ" ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 26 ΑΠΡΙΛΙΟΥ

ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ ΦΑΡΜΑΚΙΔΗΣ
Ο Θεόκλητος Φαρμακίδης κατά κόσμο Θεοχάρης Φαρμακίδης, ήταν Έλληνας διδάσκαλος του Γένους, κορυφαίος νεοέλληνας διαφωτιστής, αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης, λόγιος κληρικός και πρωτοπόρος εφημεριδογράφος.
Γεννήθηκε το 1784 στη Νίκαια Λάρισας (τότε Νεμπεγλέρ) στις 15 Ιανουαρίου.
Έλαβε τη βασική μόρφωση στο χωριό του και τη Λάρισα όπου και χειροτονήθηκε διάκονος το 1802, λαμβάνοντας το όνομα Θεόκλητος.
Στη συνέχεια μετέβη στην Κωνσταντινούπολη όπου βρισκόταν κάποιος θείος του Μητροπολίτης και φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή (1804 – 1806).
Συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή των Κυδωνιών και στην Ακαδημία του Ιασίου (1806 – 1811).
Αφού παρέμεινε για ελάχιστο χρονικό διάστημα στο Βουκουρέστι όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, διορίστηκε τον ίδιο χρόνο εφημέριος του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου της ελληνικής παροικίας στη Βιέννη (1811 μέχρι το 1817 συμπληρώνοντας τη φιλολογική του μόρφωση μαθαίνοντας λατινικά, γαλλικά και γερμανικά, όπου και μετέφρασε τη τετράτομη εγκυκλοπαίδεια του Γιακόμπς.
Μετά τον ιδρυτή Άνθιμο Γαζή από το 1816 έως το 1818 σε συνεργασία μαζί με τον Κωνσταντίνο Κοκκινάκη συνέχισαν την έκδοση του περιοδικού «Λόγιος Ερμής», το οποίο υπήρξε βασικό δημοσιογραφικό όργανο της παράταξης του Αδαμάντιου Κοραή.
Το 1817 παραιτήθηκε από τη θέση του εφημέριου στη Βιέννη, λόγω των επιθέσεων που υφίσταται από μέλη της κοινότητας εξαιτίας των κειμένων που δημοσίευε στον «Λόγιο Ερμή».
Συμμετείχε ως μέλος στη Φιλική Εταιρεία.
Ο ευεργέτης του, φιλέλληνας λόρδος Γκίλφορντ, του εξασφάλισε τις δαπάνες των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν στη Γερμανία το 1819.
Με την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, τον Μάιο του 1821, μετέβη στην ηπειρωτική Ελλάδα, από εκεί στις Σπέτσες, στη συνέχεια στο στρατόπεδο των Βερβαίνων όπου τελικά και εντάχθηκε στο επιτελείο του πρίγκιπα Δημήτριου Υψηλάντη.
Τον Αύγουστο του 1821 βρέθηκε στην Καλαμάτα, όπου και εξέδωσε την πρώτη ελληνική εφημερίδα που κυκλοφόρησε σε ελλαδικό έδαφος, με τον τίτλο «Ελληνική Σάλπιγξ».
Διέκοψε την έκδοσή της εξ αιτίας της διαφωνίας του με τη λογοκρισία που επεχείρησε να επιβάλλει ο Υψηλάντης.
Έλαβε μέρος στις δύο πρώτες Εθνοσυνελεύσεις, διορίστηκε μέλος του Αρείου Πάγου Ανατολικής Ελλάδος, Έφορος της Παιδείας και της Ηθικής Ανατροφής των Παίδων (5 Ιουλίου 1823) και δίδαξε δογματική το διάστημα 1823 – 1825 στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας.
Το 1825 διορίστηκε από την κυβέρνηση αρχισυντάκτης της «Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος» της μετέπειτα «Εφημερίδος της Κυβερνήσεως».
Παραιτήθηκε από αυτή τη θέση το 1827 μετά από συγκρούσεις με πολιτικούς.
Ως υποστηρικτής του «Αγγλικού κόμματος» του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου διαφώνησε με τον Ιωάννη Καποδίστρια, μιας και τον οποίο θεωρούσε όργανο της ρωσικής πολιτικής.
Η κυβερνητική λογοκρισία ανακάλυψε επιστολή του με επικριτικό περιεχόμενο για το πρόσωπο του Καποδίστρια και για αυτό το λόγο δικάστηκε και φυλακίστηκε.
Έπειτα πέρασε στην Ύδρα όπου ενώθηκε με την αντικαποδιστριακή παράταξη. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, το 1832, διορίστηκε έφορος του εν Αιγίνη Γενικού και Προκαταρκτικού Σχολείου.
Με την έλευση του ανήλικου Βασιλέα Όθωνα χρησιμοποιήθηκε από τον αντιβασιλέα Μάουρερ ως βασικός σύμβουλός του σε εκκλησιαστικά ζητήματα. Με ενέργειες του Φαρμακίδη στις 23 Ιουλίου/4 Αυγούστου 1833 εξεδόθη Βασιλικό Διάταγμα για την κήρυξη του αυτοκεφάλου της ελλαδικής εκκλησίας και την ανεξαρτησία της από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Βασικό επιχείρημα του ήταν ότι δεν μπορούσε το ελεύθερο ελληνικό κράτος να εξαρτά την εκκλησιαστική του διοίκηση από έναν Πατριάρχη δέσμιο του Τούρκου Σουλτάνου.
Οι συντηρητικοί εκκλησιαστικοί κύκλοι, που ανήκαν στο «ρωσικό κόμμα» (το οποίο υποστήριζε το ενιαίο εκκλησιαστικό κέντρο, επί τη βάσει των πανσλαβιστικών σχεδίων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας) επιτέθηκαν εναντίον του ασκώντας του έντονη κριτική για πάνω από δύο δεκαετίες.
Επικεφαλής αυτής της ομάδας υπήρξε ο κληρικός Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, έμμισθος σύμβουλος των Ρώσων και κύρια όργανά του η εφημερίδα «Αιών» και το περιοδικό «Ευαγγελική Σάλπιγξ».
Υπήρξε στενός φίλος του έτερου μεγάλου διαφωτιστή Θεόφιλου Καΐρη και μετήλθε πολλών προσπαθειών προκειμένου να τον μετακινήσει από τις ύστερες (θεοσεβικές) θεοσοφιστικές πεποιθήσεις του.
Κατείχε τη θέση πως η Αγία Γραφή έπρεπε να μεταγλωττιστεί στην απλή νεοελληνική, ώστε να μπορεί να γίνει κατανοητή από το λαϊκό πλήθος, θέση που του κόστισε νέες κριτικές από τους ίδιους συντηρητικούς κύκλους.
Το 1833 διορίστηκε Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας του Βασιλείου της Ελλάδος (όπως ονομαζόταν τότε η Εκκλησία της Ελλάδος) και από το 1837 έως το 1839 του δόθηκε η θέση του τακτικού καθηγητή Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο οποίο όμως δεν δίδαξε ποτέ.
Αργότερα, μεταξύ 1839 και 1843 διορίστηκε καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή. Από το 1844 και έως το 1860 δίδαξε και πάλι στη Θεολογική Σχολή.
Δίδαξε ελάχιστα στο πανεπιστήμιο, λόγω προβλήματος με τον φάρυγγά του.
Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, φοβούμενος τη ρωσική επεκτατικότητα τον κίνδυνο του πανσλαβισμού, τις γεωπολιτικές βλέψεις και τα μακραίωνα συμφέροντα της Ρωσίας στα Βαλκάνια, υιοθέτησε ουδετερόφιλη στάση.
Υπήρξε πιστός υπερασπιστής των ιδεών του νεοελληνικού διαφωτισμού, που είχε ως βασικό εκφραστή τον Αδαμάντιο Κοραή και ιδιαίτερα ταπεινός στο φρόνημα, ώστε και όταν ακόμη του προσφέρθηκε ο «Μεγαλόσταυρος του Σωτήρος» ως αναγνώριση των υπηρεσιών του στο έθνος δεν αποδέχθηκε την τιμή.
Απεβίωσε σε Αθήνα στις 26 Απριλίου 1860.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ήταν Έλληνας ιστορικός που χαρακτηρίζεται από τους σύγχρονους ιστορικούς ως ο «πατέρας» της ελληνικής ιστοριογραφίας.
Γεννήθηκε το 1815 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του Δημητρίου Παπαρρηγόπουλου, τραπεζίτη από τη Βυτίνα και προκρίτου της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, και της Ταρσίας Νικοκλή.
Με την έκρηξη της επανάστασης του 1821 οι Τούρκοι θανάτωσαν τον πατέρα του, τον αδερφό του Μιχαήλ, τον θείο του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλο και τον γαμπρό του πατέρα του, Δημήτριο Σκαναβή, ενώ δήμευσαν και ολόκληρη την περιουσία του.
Ύστερα από αυτά τα τραγικά γεγονότα η μητέρα του, Ταρσία Νικοκλή, κατέφυγε στην Οδησσό μαζί με τα οκτώ παιδιά της.
Εκεί ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος σπούδασε ως υπότροφος του Τσάρου στο γαλλικό Λύκειο «Ρισελιέ» μέχρι το 1830, οπότε η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στο Ναύπλιο.
Ο ίδιος παρακολουθούσε μαθήματα στην κεντρική σχολή της Αίγινας με δάσκαλο τον Γεώργιο Γεννάδιο, αλλά τελικά δεν κατάφερε να αποφοιτήσει.
Παρ' όλο που γνώριζε αρκετές ξένες γλώσσες (γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά) και μελετούσε πολύ, δεν ολοκλήρωσε ποτέ καμία βαθμίδα της εκπαίδευσης, γεγονός που έγινε αιτία να μη διοριστεί στο Πανεπιστήμιο.
Βαθύτερη αιτία του αποκλεισμού του ήταν ότι ήταν "ετερόχθων", δηλ. από επαρχίες που δε συμπεριλήφθηκαν στο νεοπαγές ελληνικό κράτος.
Ο στρατηγός Μακρυγιάννης είχε υπερασπιστεί με νύχια και με δόντια τον διορισμό στο Δημόσιο αποκλειστικά των αυτοχθόνων, μόνον όσων προέρχονταν δηλαδή από τις απελευθερωμένες περιοχές.
Το 1833 διορίσθηκε υπάλληλος στο υπουργείο Δικαιοσύνης, φθάνοντας στο βαθμό του διευθυντή.
Το 1845 απολύθηκε από το υπουργείο σύμφωνα με το ψήφισμα της Α΄ Εθνικής Συνέλευσης σχετικά με τους ετερόχθονες.
Το ίδιο έτος διορίστηκε καθηγητής ιστορίας στο Γυμνάσιο των Αθηνών, ύστερα από την δυσμενή μετάθεση του Γ. Γ. Παππαδόπουλου, με τον οποίο είχε στο παρελθόν δημόσιες διαφωνίες για ιστορικά θέματα.
Το 1848 απορρίφθηκε η αίτησή του για να προσληφθεί ως υφηγητής της Αρχαίας Ιστορίας στο πανεπιστήμιο, λόγω έλλειψης πανεπιστημιακού πτυχίου και διδακτορικού.
Το πανεπιστήμιο του Μονάχου τον ανακήρυξε διδάκτορα in absentia, στις 10 Δεκεμβρίου του 1849 όταν ο Παπαρρηγόπουλος υπέγραψε ένα υπόμνημα, γραμμένο στα λατινικά, προς τη Φιλοσοφική Σχολή του Μονάχου, και ο Κωνσταντίνος Σχινάς το διαβίβασε στις 19 Ιανουαρίου του 1850.
Στις 22 του ίδιου του μήνα του παρείχε το σχετικό δίπλωμα.
Τον Μάρτιο του 1850 υποβάλλεται στη διαδικασία του δοκιμαστικού μαθήματος στη Νομική Σχολή χωρίς όμως να διορισθεί σε αυτή.
Έγινε καθηγητής της Ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή, στη θέση του Κωνσταντίνου Σχινά, όπου θα δίδασκε «την από των αρχαιοτέρων μέχρι των σημερινών χρόνων τύχην του ελληνικού έθνους».
Ορίστηκε έκτακτος καθηγητής στις 6 Μαρτίου 1851.
Στις 17 Φεβρουαρίου του 1856 προήχθη σε τακτικό καθηγητή.
Το ακαδημαϊκό έτος 1861-1862 διετέλεσε κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1870 και 1871 διεκδίκησε την πρυτανεία χωρίς επιτυχία, τελικά όμως το 1872 κατάφερε να εκλεγεί πρύτανης.
Το 1875 ορίστηκε επίτιμος καθηγητής του πανεπιστημίου της Οδησσού, ενώ το 1881 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας της Σερβίας.
Μέχρι το 1864 συμμετείχε κάθε χρόνο στην κριτική επιτροπή των Ποιητικών Διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών και τις χρονιές 1858 και 1859 συνέταξε και την εισηγητική έκθεση της επιτροπής.
Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του εξελέγη επίτιμος πρόεδρος του φιλολογικού συλλόγου «Παρνασσός».
Το 1869 ίδρυσε μαζί με πληθώρα άλλων λογίων τον «Σύλλογο προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων».
Τιμήθηκε για το έργο του από τη βασιλική οικογένεια της Ελλάδας, ενώ υπήρξε και δάσκαλος των βασιλοπαίδων.
Ξεκίνησε να ασχολείται με τη δημοσιογραφία το 1833, αρθρογραφώντας στην εφημερίδα «Τριπτόλεμος» του Ναυπλίου.
Στα επόμενα χρόνια ο Παπαρρηγόπουλος έγινε εκδότης, για μικρό χρονικό διάστημα, σε δύο εφημερίδες, τις «Εθνική» (1847)[26], εφημερίδα φιλική προς τον Ιωάννη Κωλέττη και «Έλλην» (1858-1860), δική του εφημερίδα με πολιτικό και φιλολογικό περιεχόμενο, η οποία υποστήριζε την πολιτική του Όθωνα.
Εκεί δημοσίευσε και την μελέτη του σχετικά με τον Γεώργιο Καραϊσκάκη.
Ήταν συνιδρυτής και από το 1853 διευθυντής της γαλλόφωνης εφημερίδας « Spectateur de l'Orient », που ενημέρωνε τους ξένους για τα ελληνικά ζητήματα. Από το 1856 έως το 1858 ο Παπαρρηγόπουλος ήταν ανταποκριτής στην Αθήνα της ελληνικής εφημερίδας της Τεργέστης «Ημέρα» του Ιωάννη Σκυλίτση.
Η σοβαρότερη παρουσία του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου στον δημοσιογραφικό στίβο είναι η συνεργασία του με το φιλολογικό περιοδικό Πανδώρα (από την άνοιξη του 1850), το οποίο θεωρείται ως το σπουδαιότερο ελληνικό φύλλο του ΙΘ΄ αιώνα.
Συνιδρυτές και εκδότες του περιοδικού ήταν οι Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής και Νικόλαος Δραγούμης.
Στο περιοδικό ο Παπαρρηγόπουλος ασχολιόταν κυρίως με ιστοριογραφικά θέματα και με βιβλιοκριτικές.
Επίσης παρουσίαζε πολλές φορές διάφορες μελέτες του με θέμα την ιστορία.
Τα κείμενά του στην Πανδώρα υπολογίζονται ότι είναι περίπου 50, αλλά είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια ο αριθμός τους, αφού άφηνε πολλά ανυπόγραφα.
Η ουσιαστική του συνεργασία με το περιοδικό τέλειωσε το 1861, όταν και σταμάτησε να γράφει κείμενα.
Παρ' όλα αυτά, περιστασιακά έγραφε στο περιοδικό, ενώ συμμετείχε ενεργά, με δικές του δημοσιεύσεις, στην έκδοση των αθηναϊκών περιοδικών: «Παρνασσός», «Εστία» κ.ά.
Το 1841 νυμφεύθηκε τη Μαρία Αφθονίδη, κόρη του Γεωργίου Αφθονίδη, αξιωματούχου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Μαζί της απέκτησε τρία παιδιά: τον Δημήτριο (1843), ποιητή και θεατρικό συγγραφέα, την Αγλαΐα (1849) και την Ελένη (1854).
Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος είχε την ατυχία να βιώσει τον θάνατο του γιου του, Δημητρίου (1873), καθώς και τον θάνατο της κόρης του, Ελένης και της γυναίκας του (1890), αλλά και του αδελφού του, του Πέτρου, (1891).
Απεβίωσε στις 26 Απριλίου 1891 στην Αθήνα.

ΜΙΧΑΗΛ ΑΡΝΙΩΤΑΚΗΣ
Ο Μιχαήλ Αρνιωτάκης ήταν Έλληνας ηθοποιός.
Γεννήθηκε το 1841 στην Αθήνα.
Σπούδασε νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, και εργάστηκε ως υπογραμματέας στο Ειρηνοδικείο Αθηνών μέχρι το 1865, ενώ παράλληλα εμφανιζόταν και σε ερασιτεχνικούς θεατρικούς θιάσους.
Μετά από παρακίνηση του Παντελή Σούτσα, εγκατέλειψε την θέση του στο δικαστικό σώμα, για να εργαστεί ως τακτικός ηθοποιός στον θίασο του Σούτσα.
Η πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο έγινε στις 12 Μαρτίου 1866, όταν υποδύθηκε τον Αίπυτο στο έργο Μερόπη του Δημητρίου Βερναρδάκη.
Στη συνέχεια περιόδευσε σε πόλεις της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Ρουμανίας και της Ρωσίας, είτε με τους δικούς του θίασους, είτε με τους θιάσους των Σούτσα, Ταβουλάρη και Αλεξιάδη.
Οι σημαντικότερες ερμηνείες του ήταν αυτές του Ιάγου στον Οθέλο του Σαίξπηρ, και του Ταρτούφου του Μολιέρου.
Αποχώρησε από το θέατρο το 1907 λόγω ημιπληγίας, την περίοδο όπου υποδυόταν τον Αλή πασά στο έργο Κυρά Βασιλική του Γεράσιμου Βώκου.
Δίδαξε στην δραματική σχολή του Εθνικού Δραματικού Συλλόγου, ενώ συνέγραψε και δύο θεατρικά έργα: τα Κοινωνικαί πληγαί (1887) και Προνομιούχοι (1902). Επίσης έγραψε θεατρικές μελέτες.
Πέθανε στις 26 Απριλίου 1910 στην Αθήνα.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΑΓΚΑΚΗΣ
Ο Αντώνιος Μαγκάκης ήταν Έλληνας νομομαθής, συγγραφέας και πολιτικός, βουλευτής Κυκλάδων.
Γεννήθηκε στη Νάξο το 1890.
Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άσκησε τη δικηγορία.
Επίσης, ίδρυσε νομικό φροντιστήριο στην Αθήνα και ασχολήθηκε με τη συγγραφή νομικών εγχειριδίων, από τα οποία δημοφιλέστερο ήταν το «Ενοχικόν Δίκαιον».
Διετέλεσε διευθυντής του πολιτικού γραφείου του φίλου και συντοπίτη του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, εξέχοντος αντιβενιζελικού πολιτικού που το 1922 τουφεκίστηκε στη Δίκη των έξι.
Από την ίδρυση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) κατέλαβε σ΄ αυτό τη θέση του νομικού συμβούλου, που διατήρησε μέχρι τον θάνατό του.
Το 1936 εκλέχθηκε βουλευτής Κυκλάδων με την δεξιά Γενική Λαϊκή Ριζοσπαστική Ένωση.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν επί σειρά ετών πρόεδρος και γενικός διευθυντής του Οργανισμού Διαχειρίσεως Εφοδίων Εξωτερικού (ΕΦΕΞ).
Ο Αντώνιος Μαγκάκης πέθανε στις 26 Απριλίου 1952 από καρδιακή προσβολή.
Η κηδεία του έγινε με δαπάνη του ΙΚΑ.
Γιος του ήταν ο διαπρεπής κεντροαριστερός νομικός, πολιτικός και υπουργός Γεώργιος - Αλέξανδρος Μαγκάκης.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΡΙΒΑΣ
Ο Δημήτριος Γρίβας του Θεολόγου, ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός.
Γεννήθηκε το 1916 στην Προύσα της Μικράς Ασίας.
Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και σταδιοδρόμησε ως στρατιωτικός μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '50.
Η στρατιωτική του σταδιοδρομία διήρκεσε από το 1937 ως το 1951. Αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του Υποστράτηγου σε πολεμική διαθεσιμότητα. Ήταν παντρεμένος με ένα παιδί.
Η κάθοδός του στην πολιτική έγινε το 1951, αμέσως μετά την αποστρατεία του. Εξελέγη με τον Ελληνικό Συναγερμό το 1952 και στη συνέχεια με την ΕΡΕ το 1956, 1958, 1961, 1963 και 1964.
Μετά τη Μεταπολίτευση εντάχθηκε στη Νέα Δημοκρατία, με την οποία εξελέγη στις εκλογές του 1974 λαμβάνοντας 9.783 ψήφους.
Για τελευταία φορά εξελέγη βουλευτής Δράμας με τη Νέα Δημοκρατία (πρώτος με 12.673 σταυρούς προτίμησης) το 1977.
Η τελευταία φορά που πολιτεύτηκε, χωρίς όμως να εκλεγεί, ήταν το 1981 οπότε έλαβε 5.130 ψήφους.
Πέθανε στις 26 Απριλίου 1988 και κηδεύτηκε την επομένη στη Δράμα.

ΝΙΚΟΣ ΣΒΟΡΩΝΟΣ
Ο Νίκος Σβορώνος ήταν σημαντικός Έλληνας ιστορικός με ιδιαίτερη επιρροή στη σύγχρονη ιστοριογραφία στην Ελλάδα.
Γεννήθηκε στις 12 Ιουλίου το 1911 στη Λευκάδα.
Προερχόταν από βενιζελική οικογένεια.
Στα μαθητικά του χρόνια ήταν συνεκδότης του μαθητικού χειρόγραφου περιοδικού Νέος δρόμος (1926-1927).
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 1935 έως το 1936 εργάστηκε στο Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης του εκδοτικού οίκου Δ. Δημητράκος.
Εργάσθηκε στο Μεσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών, στο οποίο προσλήφθηκε το 1936.
Παράλληλα δίδασκε στο Πρότυπον Λύκειον Αθηνών (Σχολή Μπερζάν).
Μετά την επιστροφή του από το μέτωπο της Αλβανίας συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση.
Το 1942 υπέβαλε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ως διδακτορική διατριβή το Περί των εν Ελλάδι νομισμάτων κατά την Τουρκοκρατίαν.
Το 1943 εντάχθηκε στις τάξεις του ΕΑΜ και συνεργάστηκε στην έκδοση του παράνομου περιοδικού Πρωτοπόροι.
Μετά τη διακοπή της έκδοσής του στα τέλη του 1943 εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ και ως στρατιωτικός διοικητής Βύρωνα-Καισαριανής συμμετείχε στην ένοπλη εμφύλια σύγκρουση της Αθήνας τον Δεκέμβρη του 1944, με επίκεντρο δράσης του την περιοχή του Μετς.
Στη συνέχεια οπισθοχώρησε με το τάγμα του στο Τείχιο της Ναυπάκτου.
Μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας επέστρεψε στην Αθήνα.
Τον Δεκέμβριο του 1945, χάρη στις ενέργειες του διευθυντή του Γαλλικού Ινστιτούτου Οκτάβιου Μερλιέ και με υποτροφία της Γαλλικής Δημοκρατίας, κατέφυγε στη Γαλλία με το πλοίο «Ματαρόα».
Στο Παρίσι γράφτηκε στην École Pratique des Hautes Études και στην École des Langues Orientales.
Το 1955 του αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια και το 1961 απέκτησε τη γαλλική. Το 1962 απέκτησε το doctorat τρίτου κύκλου και το 1975 ανακηρύχθηκε Docteur ès Lettres της Σορβόννης.
Εργάσθηκε στο CNRS και δίδαξε ως διευθυντής σπουδών στην École Pratique des Hautes Études (IV Section) ιστορία των θεσμών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Μετά την πτώση της δικτατορίας δίδαξε στα πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης και Κρήτης, διετέλεσε μέλος της διοικούσας επιτροπής του Πανεπιστημίου Κρήτης και διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Αθηνών (1976) και Θεσσαλονίκης(1977).
Πέθανε στις 26 Απριλίου 1989 στην Αθήνα.


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΠΑΚΑΛΑΚΗΣ
Ο Γεώργιος Μπακαλάκης ήταν Έλληνας αρχαιολόγος και καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).
Γεννήθηκε στην Χηλή της Κωνσταντινούπολης το 1908.
Εργάστηκε ως επιμελητής και ως Έφορος αρχαιοτήτων και στη συνέχεια ως καθηγητής αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Γνωστός κυρίως για το ανασκαφικό έργο του στη Θράκη, το Δίον και τη Βεργίνα. Συγγραφέας μυθιστορήματος με τίτλο "Το τσιφλίκι του Μιχαλάκη".
Σπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, του οποίου ανακηρύχθηκε διδάκτωρ (τίτλος διδ. διατριβής: Ελληνικά αμφίγλυφα). Μετεκπαιδεύτηκε στα Πανεπιστήμια της Βιέννης, του Μονάχου και John Hopkins της Νέας Υόρκης.
Από το 1931 υπηρέτησε ως επιμελητής και στη συνέχεια ως Έφορος Αρχαιοτήτων σε διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας.
Θεωρείται πρωτοπόρος στην αρχαιολογική έρευνα της Θράκης με πολυάριθμες ανασκαφικές έρευνες σε όλη την έκτασή της και κυρίως στην περιοχή της αρχαίας Στρύμης.
Είναι ιδρυτής του Αρχαιολογικού Μουσείου Καβάλας.
Από το 1945 δίδαξε κλασική αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αρχικά ως υφηγητής και στη συνέχεια ως έκτακτος και τακτικός καθηγητής.
Από τη θέση αυτή συνταξιοδοτήθηκε το 1971.
Εκ μέρους του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου ήταν διευθυντής της Πανεπιστημιακής Ανασκαφής του Δίου και συνδιευθυντής της Πανεπιστημιακής Ανασκαφής της Βεργίνας, μαζί με τον Μανώλη Ανδρόνικο, όπου πραγματοποίησε εκτεταμένη ανασκαφική έρευνα στο ανάκτορο.
Εκ μέρους του ΑΠΘ επί σειρά ετών ανάσκαψε στους Γόλγους της Κύπρου και δημοσίευσε τα αποτελέσματα της ανασκαφής αυτής σε μονογραφία.
Ήταν μέλος της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου.
Πήρε μέρος σε διεθνή αρχαιολογικά συνέδρια και εξέδωσε μελέτες σε αυτοτελή βιβλία ή σε επιστημονικά αρχαιολογικά περιοδικά.
Απεβίωσε στις 26 Απριλίου του 1991 στη Θεσσαλονίκη.
Ήταν παντρεμένος με την φιλόλογο Ευδοκία Εμπέογλου και πατέρας μιας κόρης.