"ΕΦΥΓΑΝ" ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 12 ΜΑΪΟΥ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΑΘΑΣ
Ο Κωνσταντίνος Σάθας ήταν από τους επιφανέστερους Έλληνες ιστορικούς της νεότερης Ελλάδας καθώς και από τους πρωτοπόρους των νεοελληνικών ερευνών.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1842, αλλά καταγόταν από Γαλαξειδιώτικη οικογένεια αγωνιστών και γραμματοδιδασκάλων.
Το 1860 τέλειωσε το γυμνάσιο Λαμίας και δύο χρόνια αργότερα εγγράφηκε στην Ιατρική σχολή Αθηνών, γρήγορα όμως παράτησε τις σπουδές του για να ασχοληθεί με την ιστορία.
Αφορμή στάθηκε η τυχαία ανεύρεση του «Χρονικού του Γαλαξειδίου», το οποίο ανακάλυψε σε μια κρύπτη στα ερείπια της μονής Σωτήρος.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1865, και ύστερα από σχολαστική επιμέλεια εξέδωσε το «Χρονικό του Γαλαξειδίου».
Σημαντικοί υποστηρικτές του έργου του ήταν ο Παύλος Λάμπρος, μεσαιωνολόγος και πατέρας του επίσης ιστορικού Σπυρίδωνα Λάμπρου, ο Κωνσταντίνος Λομβέρδος και ο Γεώργιος Αλ. Μαυροκορδάτος.
Οι δύο τελευταίοι μάλιστα χρηματοδότησαν τις έρευνες του στα αρχεία της Κωνσταντινούπολης, της Βενετίας, της Φλωρεντίας κ.α.
Μέχρι το 1895 καταφέρνει να εκδώσει πολυάριθμες μελέτες, αλλά σταματάει ξαφνικά λόγω οικονομικών προβλημάτων.
Το 1900 εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου και απεβίωσε στις 12 Μαΐου το 1914, τυφλός και πάμφτωχος.
Ήταν παντρεμένος με την Χαρίκλεια Μάγγου (1846-1923).
Κατά τη διάρκεια της ζωής του εξέδωσε πληθώρα έργων σχετικά με την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά και της Τουρκοκρατίας.

ΟΥΜΒΕΡΤΟΣ ΑΡΓΥΡΟΣ
Ο Ουμβέρτος Σ. Αργυρός ήταν Έλληνας ιμπρεσιονιστής ζωγράφος.
Γεννήθηκε στην Καβάλα το 1882 ή 1884, ενώ η οικογένεια του καταγόταν από τη Νιγρίτα.
Σπούδασε από το 1900 ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δάσκαλους τους Νικηφόρο Λύτρα και Γεώργιο Ροϊλό και αποφοίτησε με άριστα το 1904.
Αργότερα έλαβε υποτροφία και συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου από το 1907 ως το 1911.
Παρέμεινε στη Γερμανία μέχρι το 1929 πραγματοποιώντας ταυτόχρονα μεγάλο ταξίδι εκπαιδευτικού χαρακτήρα στην Ευρώπη, την Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή. Το 1929 επέστρεψε στην Ελλάδα και εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, ενώ αργότερα διετέλεσε υποδιευθυντής και τρεις φορές διευθυντής της.
Στο εργαστήριό του, μαθήτευσαν πολλοί μετέπειτα σημαντικοί Έλληνες καλλιτέχνες, όπως οι Στέφανος Αλμαλιώτης, Βλάσης Κανιάρης, Φώτης Ζαχαρίου, Τηλέμαχος Κάνθος, Χρήστος Καπράλος, Γιώργος Μανουσάκης, Γιάννης Μόραλης, Νίκη Καραγάτση, Νίκος Νικολάου, Θωμάς Φανουράκης, Γιάννης Σπυρόπουλος, Πάρις Πρέκας, Χρήστος Χρηστίδης κ.ά.
Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, έλαβε εντολή από την κυβέρνηση Μεταξά να πάει στο μέτωπο ως επίσημος πολεμικός εικονογράφος, μαζί με τον γλύπτη Φωκίωνα Ρωκ.
Από την επίσκεψή του στο μέτωπο, δημιούργησε 32 πίνακες που απεικονίζουν το Έπος του 1940 και που σήμερα στολίζουν το Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας.
Το 1952, η Ακαδημία Αθηνών τού απένειμε το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών και το 1959 τον εξέλεξε τακτικό της μέλος.
Κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής του διαδρομής έλαβε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Γερμανία, Μπιενάλε της Βενετίας τα έτη 1934 και 1936, κ.λπ.) ενώ το 1925 παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση στην αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου Παρνασσός.
Πέθανε στην Αθήνα στις 12 Μαΐου το 1963.
Προτομή του υπάρχει στο Δημοτικό Πάρκο της Καβάλας, ενώ η διώροφη οικία του που αγόρασε στις Σέρρες λίγα χρόνια πριν το θάνατο του, αποτελεί αξιοθέατο της πόλης.
Έργα του βρίσκονται σε διάφορα μουσεία και ιδρύματα όπως η Εθνική Πινακοθήκη, η Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας κ.λπ.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΗΛΙΑΔΗΣ
Ο Περικλής Ηλιάδης ήταν Έλληνας δημοσιογράφος και πολιτικός.
Υπήρξε εκδότης της εφημερίδας Φωνή της Καστοριάς και συνέγραψε βιβλία με θέμα τον Εμφύλιο Πόλεμο.
Χρημάτισε βουλευτής Φλώρινας και Καστοριάς.
Γεννήθηκε στη Σπάρτη της Μικράς Ασίας το 1892.
Το 1945 ίδρυσε την εφημερίδα Φωνή της Καστοριάς.
Εργάστηκε ως δάσκαλος στην ισραηλιτική κοινότητα της Καστοριάς και αργότερα υπηρέτησε ως επιθεωρητής Δημόσιας Εκπαίδευσης στην περιφέρεια Νεστορίου.
Κατά την περίοδο της Ιταλικής Κατοχής φυλακίστηκε εξαιτίας των πατριωτικών του φρονημάτων.
Εξελέγη βουλευτής Φλώρινας με το Κόμμα Εθνικών Φιλελευθέρων στις εκλογές του 1946, συγκεντρώνοντας 2.917 ψήφους και ως το 1960 ήταν ο εκδότης της "Φωνής της Καστοριάς".
Απεβίωσε σε ηλικία 89 ετών στη Θεσσαλονίκη στις 12 Μαΐου 1981 και κηδεύτηκε στη Νάουσα.

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
Ο Νίκος Γκάτσος ήταν σημαντικός Έλληνας ποιητής, μεταφραστής και στιχουργός.
Γεννήθηκε στην Ασέα Αρκαδίας στις 8 Δεκεμβρίου 1911 από τους αγρότες Γεώργιο Γκάτσο και Βασιλική Βασιλοπούλου.
Σε ηλικία πέντε ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, ο οποίος, από τους πρώτους μετανάστες στην Αμερική, πέθανε στο πλοίο και τον πέταξαν στα νερά του Ατλαντικού Ωκεανού.
Τέλειωσε το Δημοτικό στην Ασέα και το Γυμνάσιο στην κοντινή Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά βιβλία, τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών, το θέατρο και τον κινηματογράφο.
Έτσι, όταν το 1930 μετέβη στην Αθήνα για να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (διέκοψε μετά το δεύτερο έτος), ήξερε αρκετά καλά Αγγλικά και Γαλλικά, είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι και παρακολουθούσε τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης.
Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε με τη μητέρα του και την αδερφή του και άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής.
Πρωτοδημοσίευσε ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά «Νέα Εστία» (1931-32) και «Ρυθμός» (1933).
Την ίδια περίοδο δημοσίευσε κριτικά σημειώματα στα περιοδικά «Μακεδονικές Ημέρες», «Ρυθμός» και «Τα Νέα Γράμματα» (για τον Κωστή Μπαστιά, την Μυρτιώτισσα και τον Θράσο Καστανάκη αντίστοιχα), ενώ αργότερα συνεργάστηκε με τα «Καλλιτεχνικά Νέα» και τα «Φιλολογικά Χρονικά». Καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Οδυσσέα Ελύτη το 1936. Συνδέθηκε με το ρεύμα του ελληνικού υπερρεαλισμού.
Το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε όσο ζούσε είναι η ποιητική σύνθεση «Αμοργός» (Αετός, 1943), η οποία θεωρείται κορυφαία δημιουργία του ελληνικού υπερρεαλισμού με επίδραση στους νεότερους ποιητές, σημαδεύοντας την σύγχρονη ελληνική ποίηση.
Έκτοτε δημοσίευσε τρία ακόμη ποιήματα: το «Ελεγείο[9]» (1946, περ. Φιλολογικά Χρονικά) και το «Ο ιππότης κι ο θάνατος» (1947, περ. Μικρό Τετράδιο), που από το 1969 και μετά περιέχονται στο βιβλίο «Αμοργός», και το «Τραγούδι του παλιού καιρού» (1963, περ. Ο Ταχυδρόμος), αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη.
Ο Γκάτσος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μετάφραση θεατρικών έργων, κυρίως για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου. Αφορμή υπήρξε το έργο «Ματωμένος γάμος» του Ισπανού ποιητή Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, που το μετέφρασε το 1943, εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Ίκαρος» το 1945, και ανέβηκε από τον Κάρολο Κουν στο Θέατρο Τέχνης «Κάρολος Κουν» το 1948.
Μετέφρασε δύο ακόμη θεατρικά έργα του Λόρκα, «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» (1954) και «Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα» (1959), και όλα μαζί με τις μεταφράσεις των ποιημάτων «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας» και «Παραλογή του μισούπνου» από το 1990 και μετά εκδίδονται συγκεντρωμένα στον τόμο: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Θέατρο και ποίηση», απόδοση Νίκου Γκάτσου.
Μετέφρασε, επίσης, επτά μονόπρακτα του Τεννεσσή Ουίλλιαμς (1955-59), τη «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε δε Βέγα (1959), τον «Ιώβ» του Άρτσιμπαλντ Μακ Λης (1959), τον «Πατέρα» του Αυγούστου Στρίντμπεργκ (1962), το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα« του Ευγένιου Ο΄Νηλ (1965) και άλλα που εκδίδονται σταδιακά από τις Εκδόσεις Πατάκη.
Παράλληλα και για βιοποριστικούς λόγους συνεργάστηκε με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση» ως μεταφραστής και με την Ελληνική Ραδιοφωνία ως μεταφραστής, διασκευαστής και ραδιοσκηνοθέτης.,
Η μεγάλη συνεισφορά του Γκάτσου, ωστόσο, είναι στο τραγούδι ως στιχουργού. Έφερε την ποίηση στον στίχο και κατάφερε να δώσει, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον κανόνα του ποιητικού τραγουδιού. Συνεργάστηκε, επίσης, με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Δήμο Μούτση, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, τον Χριστόδουλο Χάλαρη, καθώς και με νεώτερους συνθέτες.
Γράφοντας συνήθως πάνω στη μελωδία, με πρώτο το «Χάρτινο το φεγγαράκι», μίλησαν στις καρδιές του κόσμου πολλά μεμονωμένα τραγούδια του, καθώς κυκλοφορούσαν σε δισκάκια 45 στροφών, αλλά και ως αυτούσιοι κύκλοι όπως η «Μυθολογία» (1965), το «Ένα μεσημέρι» (1966), η «Επιστροφή» (1970), το «Σπίτι μου σπιτάκι μου» (1972), οι «Δροσουλίτες» 1975, η «Αθανασία» (1976), «Τα παράλογα» (1976), το «Ρεμπέτικο» (1983), ο Χειμωνιάτικος ήλιος, οι Μύθοι μιας γυναίκας, η Σκοτεινή μητέρα, η «Ενδεκάτη εντολή» (1985) ή οι «Αντικατοπτρισμοί» (1993). Το σύνολο του στιχουργικού του έργου βρίσκεται συγκεντρωμένο στον τόμο «Όλα τα τραγούδια» (εκδ. Πατάκη, 1999).
Ποιήματα και στίχοι του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Δανέζικα, Ισπανικά, Ιταλικά, Καταλανικά, Κορεατικά, Σουηδικά, Τουρκικά, Φινλανδικά.
Το 1987 τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του, ενώ το 1991 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων της Βαρκελώνης για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.
Πέθανε στην Αθήνα, στις 12 Μαΐου 1992.
Ετάφη στη γενέτειρά του, Ασέα Αρκαδίας.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΚΡΙΝΟΣ
Ο Δημήτρης Βακρινός γεννήθηκε στο Πυρρή Αρκαδίας, το 1962 και ήταν Έλληνας αυτοκινητιστής (οδηγός ταξί), ο οποίος ομολόγησε την εν ψυχρώ δολοφονία για ασήμαντες αφορμές πέντε ανθρώπων και τις απόπειρες δολοφονίας άλλων επτά, στο χρονικό διάστημα 1987–1996.
Είχε χαρακτηριστεί ως «ο δολοφόνος με το κράνος», καθώς συνήθιζε να πυροβολεί φορώντας το κράνος του μοτοσυκλετιστή.
Συνελήφθη τον Απρίλιο του 1997, προφυλακίστηκε στις Φυλακές Κορυδαλλού, όπου και βρέθηκε νεκρός, κρεμασμένος από τα κορδόνια των παπουτσιών του σε μια σωλήνωση των λουτρών της φυλακής, στις 12 Μαΐου 1997, πριν διεξαχθεί η δίκη.
Κηδεύτηκε στο Παλαιό Νεκροταφείο της Αναστάσεως του Πειραιά.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ
Ο Κωνσταντίνος Τρικούπης γεννήθηκε το 1926 στην Κηφισιά και ήταν Έλληνας πολιτικός και ο τελευταίος αρσενικός απόγονος της οικογένειας Τρικούπη.
Ήταν γιος του Σπύρου Τρικούπη, βουλευτή και μέλους της πολιτικής και ιστορικής οικογένειας Τρικούπη.
Εκλέχθηκε βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας με την ΕΡΕ στις εκλογές του 1961, του 1963, του 1964, καθώς και σε αυτές του 1974 με τη Νέα Δημοκρατία, ενώ διετέλεσε Υφυπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Καραμανλή του 1974, καθώς και γενικός γραμματέας του Υπουργείου Συγκοινωνιών.
Στις βουλευτικές εκλογές του 1977 απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής στην ίδια εκλογική περιφέρεια.
Τα έτη 1988 και 1989 δώρισε στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ) ένα μέρος του αρχείου του Χαρίλαου και της Σοφίας Τρικούπη, που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του.
Το Μάρτιο του 1992 δώρισε το πατρικό σπίτι της οικογένειας Τρικούπη στο δήμο Μεσολογγίου, καθώς και διάφορα κειμήλια.
Είχε συγγράψει διάφορα βιβλία.
Απεβίωσε από ανακοπή καρδιάς στις 12 Μαΐου του 2002 στην έπαυλή του στην Κηφισιά και ενταφιάστηκε στο Α΄ Νεκροταφείο.
Ο Δήμος Μεσολογγίου κήρυξε τριήμερο πένθος, ενώ την κηδεία του παρακολούθησε ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωστής Στεφανόπουλος. Ήταν παντρεμένος με τη Ρίτα Φρέι, γαλλικής καταγωγής, και δεν είχε αποκτήσει παιδιά.
Το 2010 η σύζυγός του δώρισε στη βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων τη βιβλιοθήκη και το αρχείο του συζύγου της, καθώς και οικογενειακά κειμήλια.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΕΡΠΙΝΙΑΔΗΣ
Ο Βαγγέλης Περπινιάδης ήταν Έλληνας λαϊκός τραγουδιστής, συνθέτης και μπουζουξής.
Γεννήθηκε στη Νίκαια Αττικής την 1η Σεπτεμβρίου 1927.
Πατέρας του ήταν ο γνωστός ρεμπέτης Στελλάκης Περπινιάδης.
Άρχισε να ψέλνει από μικρός στην Οσία Ξένη της Νίκαιας, θέλοντας να ακολουθήσει τον ιερατικό κλάδο, μάλιστα ανέφερε σε συνέντευξη του ότι χειροτονήθηκε και ιερέας , όμως γρήγορα τον κέρδισε το τραγούδι.
Μαθητής ακόμα άρχισε να παίζει μπουζούκι και να τραγουδά.
Το 1947 πρωτοεμφανίστηκε στη συναυλία ταλέντων του Μίμη Τραϊφόρου, ερμηνεύοντας δυο τραγούδια της Σοφίας Βέμπο.
Η πρώτη του ηχογράφηση, το 1953, ήταν το τραγούδι "Σουρουπώνει" του Κώστα Καπλάνη, όπου τραγούδησε σαν δεύτερη φωνή κοντά στην Άννα Χρυσάφη.
Το πρώτο δικό του τραγούδι που ηχογράφησε ήταν το "Κλάψτε με φίλοι κλάψτε με", τρία χρόνια αργότερα.
Η μεγάλη του επιτυχία ήρθε το 1960 με "Τα νέα της Αλεξάντρας", τραγούδι που ακούγεται μέχρι και τις μέρες μας.
Το 1963 άρχισε τραγουδά με τη Ρία Νόρμα, με την οποία έκαναν έναν από τα δημοφιλέστερα ντουέτα της εποχής.
Το 1966 τραγούδησαν έντεχνες συνθέσεις του Χρήστου Λεοντή, απ' τις οποίες έγιναν επιτυχία τα τραγούδια "Που να χωρέσει τ' όνειρο" και "Θα 'ρθει το βράδυ βροχερό".
Εκτός από τα παραπάνω ο Βαγγέλης Περπινιάδης τραγούδησε συνθέσεις δικές του (απ' τις οποίες έγιναν πιο γνωστές τραγούδια όπως "Θέλεις να πεθάνω", "Ένας κούκλος και μια κούκλα", "Γύρισε κοντά μου") αλλά και του Απόστολου Καλδάρα ( "Γιατί γλυκιά μου κλαις", "Ανεβαίνω σκαλοπάτια"), του Γιώργου Κατσαρού, του Μπάμπη Μπακάλη.
Ερμήνευσε επίσης σε επανεκτέλεση πολλά τραγούδια των Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Χιώτη και άλλων.
Άρχισε να παίζει ζωντανά από μικρή ηλικία, αρχικά στο μαγαζί του πατέρα του. Συνήθιζε να τραγουδά σε πανηγύρια, σε όλη την Ελλάδα, ενώ συνέχισε τις ζωντανές εμφανίσεις μέχρι λίγο πριν το τέλος της ζωής του.
Τραγούδησε επίσης στο εξωτερικό για την ομογένεια.
Το 2001 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του Πριν το Τέλος από τις εκδόσεις Προσκήνιο.
Πέθανε στο Χαϊδάρι στις 12 Μαΐου του 2003 από καρκίνο και τάφηκε στο Γ΄ Νεκροταφείο.

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΟΥΜΑΡΙΑΝΟΥ
Η Αικατερίνη Κουμαριανού ήταν ιστορικός, ειδικευμένη σε θέματα του Νεότερου Ελληνισμού.
Γεννήθηκε το 1919 στην Αθήνα.
Τελείωσε το Γυμνάσιο στο Μαράσλειο, όπου, μεταξύ άλλων, είχε καθηγήτριες τη Ρόζα Ιμβριώτη και τη Μαρία Πολυμενάκου (τις δύο πρώτες γυναίκες που έγιναν γυμνασιαρχίνες).
Η Ιμβριώτη που είχε κάνει σπουδές στη Γερμανία, της μεταλαμπάδευσε την αγάπη για τη δημοτική γλώσσα.
Κατόπιν φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Πήρε το πτυχίο της το 1942, στην Κατοχή.
Υπήρξε σταθμός γι' αυτήν η γνωριμία της με τον Κ. Θ. Δημαρά.
Η ίδια έχει πει: «Το 1947, μια μέρα στη Γεννάδειο, γνώρισα τον Κωνσταντίνο Δημαρά.
Άνθρωπος με απίστευτη γενναιοδωρία, βαθύς, στοχαστικός, έδινε πάντα στους νεότερους, που αγαπούσαμε τη δουλειά μας, όσα οι ερευνητικές μας αναζητήσεις απαιτούσαν.
Κοντά του έμαθα πολλά, του οφείλω πάρα πολλά.
Αναθυμούμαι πάντα τις συζητήσεις μας, τον θησαυρό των γνώσεών του, τη γοητεία του λόγου του.
Ο Κ. Θ. Δημαράς στάθηκε για όλους μας ένας εξαίρετος δάσκαλος, χωρίς ποτέ να υπάρξει δάσκαλος από καθέδρας».
Από τη δεκαετία του '50 και μετά στράφηκε στην έρευνα θεμάτων σχετικών με την προεπαναστατική περίοδο του Νεότερου Ελληνισμού.
Τις κατευθύνσεις για το μεγάλο ερευνητικό της έργο, που ξεκινά περίπου το 1960, θα τις πάρει στα σεμινάρια του Δημαρά, στο Αθήναιον, στα οποία παρουσιάζονταν μεθοδολογικά προβλήματα, αλλά και νέες προσεγγίσεις, όσον αφορά στην ιστορία.
Επίσης, καθοριστικές για την μετέπειτα πορεία της θα είναι οι μελέτες της στη Γαλλία (1955, 1957-1958).
Θα της δοθεί η ευκαιρία για συστηματική έρευνα, όταν θα βρεθεί ως φιλοξενούμενη εταίρος στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, το 1961, με την καθοδήγηση του Δημαρά.
Εκείνη την εποχή θα μπει στο διοικητικό συμβούλιο του Ομίλου Μελέτης Ελληνικού Διαφωτισμού.
Το 1963 θα μετάσχει στην επιτροπή σύνταξης του περιοδικού Ερανιστής.
Πολλές μελέτες της θα δημοσιευτούν το διάστημα 1964-1967 στο περιοδικό Εποχές.
Δίδαξε στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, πανεπιστημιακού επιπέδου College Year in Athens, μεταξύ 1964-1968.
Ήλθε σε άμεση επαφή, στη Γαλλία, με την περίφημη Σχολή των Annales, παρακολουθώντας μεταξύ 1969-1974 σεμινάρια των R. Mandrou και F. Furet στην παρισινή Ecole Pratique des Hautes Etudes (VI Section).
Έγινε καθηγήτρια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Paris IV - Σορβόνη.
Επίσης, ανέλαβε τη διεύθυνση του Institut Neohellenique, του Πανεπιστημίου. Δίδαξε εκεί έως το 1983.
Από το 1988 συμμετείχε ως διδάσκουσα και πάλι στο College Year in Athens.
Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου ως επισκέπτρια καθηγήτρια (Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών περίοδος 1999-2008).
Ήταν και επισκέπτρια καθηγήτρια στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Για πολλά χρόνια ήταν πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Χαρτογραφίας.
Ακόμη ήταν επίτιμο μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Πέθανε στην Αθήνα, στις 12 Μαΐου 2012.

ΛΙΛΥ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ
Η Λίλυ Παπαγιάννη ήταν Ελληνίδα ηθοποιός.
Η Λίλυ Παπαγιάννη, η γυναίκα με το μελαγχολικό βλέμμα και τη σπάνια κομψότητα, υπήρξε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της μια στιβαρή φιγούρα με έμφυτο ταλέντο και ευγένεια.
Αφοσιωμένη από νωρίς στην τέχνη της υποκριτικής, καθιερώθηκε ως μια από τις εμβληματικότερες παρουσίες, τόσο στον χώρο τόσο του θεάτρου, όσο και του κινηματογράφου.
Γεννημένη στην Αθήνα το 1932 και έχοντας ως βαφτιστικό όνομα το Βασιλική, πέρασε τα παιδικά της χρόνια κουβαλώντας τον χαρακτηρισμό του ήσυχου και υπάκουου παιδιού.
Στην εφηβεία της βίωσε αρκετές διατροφικές διαταραχές τις οποίες, όπως η ίδια ισχυριζόταν, ξεπέρασε όταν ξεκίνησε την ενασχόλησή της με το θέατρο.
Η πρώτη της μεγάλη επανάσταση, συντελείται ουσιαστικά στο σημείο εκείνο, όταν, στα 18 της χρόνια, αποφασίζει συνειδητά να γίνει ηθοποιός.
Ο πατέρας της, Θουκυδίδης Παπαγιάννης, αν και αρχικά εναντιώθηκε με την επιλογή της αυτή, συμφιλιώθηκε με το γεγονός όταν ξεκίνησε να την παρακολουθεί στο σανίδι.
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης, απ' όπου αποφοίτησε το 1958, οπότε και στη συνέχεια συνεργάστηκε με ποικίλους θιάσους. Αναλυτικότερα, τα πρώτα της βήματα χαράχθηκαν με την συμμετοχή της στο έργο «Πλούτος» του Αριστοφάνη το 1957.
Έκτοτε φιλοξενήθηκε σε αρκετούς θιάσους, όπως της Μαίρης Αρώνη (Μαντώ Μαυρογένους, Διαβολεμένη Μυλωνού), της κυρίας Κατερίνας (Οι Αθώες), της Έλλης Λαμπέτη το 1962.
Τη χρονιά εκείνη περνά για πρώτη φορά από την πόρτα της Φίνος Φιλμ, μετρώντας κάποιες σημαντικές επιτυχίες με τις ταινίες Χαρτοπαίχτρα και Δεσποινίς Διευθυντής.
Πρωτοεμφανίστηκε, βέβαια, το 1959, στην ταινία "Νταντά με το ζόρι".
Συμμετείχε σε επιλεγμένες τηλεοπτικές σειρές ("Επειδή και διά ταύτα", 1972) όπως επίσης και σε θεατρικά έργα για το ραδιόφωνο.
Μέχρι και το 1969 συνεργάστηκε με το ΚΘΒΕ σε παραστάσεις, ενώ από το 1982 μέχρι το 1988, συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο.
Αν και η καριέρα της στο θέατρο ακολούθησε ανοδική πορεία, οι εμφανίσεις της στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο καταγράφονται σποραδικές, εννιά συνολικά. Όπως συμπεραίνεται από την πορεία της, η Παπαγιάννη αν και ενδιαφερόταν για την αναγνώριση, δεν επιζήτησε ποτέ ούτε την εύκολη φήμη, ούτε τη δημοσιότητα.
Αγαπούσε τις γόνιμες συνεργασίες, τους καλούς σκηνοθέτες, τη διαδικασία προς ένα αποτέλεσμα.
Αγαπούσε την ουσία της υποκριτικής και την ουσία της ζωής.
Μια από τις σημαντικότερες ερμηνείες της θεωρείται εκείνη στην "Εκδρομή" (1966), μια ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου.
Όπως πληροφορούμαστε από την ανιψιά και βαφτισιμιά της, που φέρει το ίδιο όνομα με εκείνη, η "Εκδρομή" ίσως ήταν η μόνη ταινία στην οποία ερμηνευτικά παραδόθηκε απόλυτα, «στις άλλες φαινόταν να έχει πάντα τον πλήρη έλεγχο».
Το κοινό όνομα (με τη βαφτισιμιά της) καταγράφηκε ως πράξη συμβολική, αφού η ίδια λόγω κάποιου προβλήματος υγείας δεν κατάφερε ποτέ να γίνει μητέρα.
Αυτό δεν την εμπόδιζε από το να διασκεδάζει και να απολαμβάνει μια σχεδόν αντισυμβατική ζωή.
Το 1957 γνωρίστηκε και παντρεύτηκε τον ηθοποιό Ανδρέα Φιλιππίδη, με τον οποίο συγκρότησε θίασο το 1965.
Με τη Δέσπω Διαμαντίδου, την πρώτη σύζυγο του άντρα της, η Λίλυ διατήρησε πολύ στενές φιλικές σχέσεις από την αρχή κιόλας της γνωριμίας τους.
Από τα φώτα της δημοσιότητας άρχισε να απομακρύνεται ήδη από το 1989.
Ο θάνατος του συζύγου της και η «μετάλλαξη» που παρατηρούσε να συντελείται στον χώρο της, αποτέλεσαν γεγονότα καθοριστικής σημασίας για την διακοπή της πορείας της.
Πέθανε στις 12 Μαΐου 2015, σε ηλικία 83 ετών.
Κηδεύτηκε δύο ημέρες αργότερα στο νεκροταφείο Ζωγράφου.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Γιάννης Αντωνόπουλος του Γεωργίου και της Υζέτ, ήταν Έλληνας πολιτικός.
Καταγόταν από την παλαιά και επιφανή οικογένεια Αντωνόπουλου από τον Βόλο.
Ο παππούς του ήταν δήμαρχος Βόλου.
Γεννήθηκε στην Κολωνία στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας της Γερμανίας στις 11 Μαΐου 1930.
Η μητέρα του καταγόταν από το Βέλγιο και τον φώναζε «Ζαννώ», χαϊδευτικό με το οποίο τον αποκαλούσαν για αρκετά χρόνια αρκετός κόσμος στο Βόλο.
Σπούδασε Οικονομικές και Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Υπηρέτησε στο Βασιλικό Ναυτικό και επίσης ως κυβερνήτης στο περιπολικό σκάφος "Λεβέντης", ζώντας τα γεγονότα της Κύπρου του 1964-65, τα οποία αποτύπωσε και εξιστόρησε σε βιβλίο του λίγο πριν τον θάνατό του.
Ασχολήθηκε με την κολύμβηση και την υδατοσφαίριση στον Ναυτικό Όμιλο του Βόλου, έχοντας στο ενεργητικό του τον τίτλο του πρωταθλητή Ελλάδας.
Η πολιτική του δραστηριοποίηση ξεκίνησε το 1966, στο πλευρό του Παναγιώτη Κανελλόπουλου με την ΕΡΕ, όταν δεν διεξήχθησαν εκλογές, ενώ έπειτα από το Κίνημα του Ναυτικού ανέπτυξε αντιστασιακή δραστηριότητα ενάντια στη χούντα.
Στις εκλογές του 1974 εξελέγη βουλευτής Μαγνησίας με τη Νέα Δημοκρατία, λαμβάνοντας 9.673 σταυρούς προτίμησης.
Επανεξελέγη στην ίδια εκλογική περιφέρεια το 1977 με 10.448 σταυρούς (πρώτος σε σταυρούς σε όλη την εκλογική περιφέρεια).
Τη δεκαετία του '80 εντάχθηκε στη Δημοκρατική Ανανέωση, στηρίζοντας τον Κωστή Στεφανόπουλο.
Στα έργα του ως βουλευτή συμπεριλαμβάνεται και το κολυμβητήριο του Βόλου.
Στις δημοτικές εκλογές του 1986 ήταν υποψήφιος δήμαρχος Βόλου, λαμβάνοντας 2,3% στον 1ο γύρο.
Εξελέγη πρόεδρος της Κοινότητας Κισσού με 360 ψήφους (ποσοστό 100%) στις εκλογές του 1994 και υπηρέτησε από το 1995 ως την κατάργηση της κοινότητας, το 1998.
Επίσης, υπηρέτησε ως πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Μουρεσίου.
Ο Γιάννης Αντωνόπουλος απεβίωσε σε ιδιωτικό θεραπευτήριο του Βόλου σε ηλικία 87 ετών στις 12 Μαΐου 2017, μία ημέρα μετά τα γενέθλιά του.
Η κηδεία του έγινε από τον ιερό ναό του Αγίου Νικολάου στον Βόλο χοροστατούντος του Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιγνάτιου.
Έγραψε βιβλίο, στο οποίο εξιστορεί τα γεγονότα στην Κύπρο το 1964-65.
